η μάνα της ζαργάνας
Υποκρίθηκα πως έχασα την ευαισθησία μου όταν κατάλαβα πως ερμηνεύεται ως αδυναμία χαρακτήρα. Έκρυψα το συναισθηματισμό μου όταν ένιωθα πως θα χλευαστεί. Σταμάτησα να λέω αυτά που σκέφτομαι και το μόνο που έκανα ήταν να χαμογελάω στο χαρωπό, να κατσουφιάζω στο θλιβερό, ν’ ανασύρω από το ντουλάπι των κλισέ φράσεις, χειρονομίες, μορφασμούς, γιατί δεν υπήρχε λόγος να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι λιγότερο, κάτι παραπάνω. Άφησα την προσβολή να αιωρείται γιατί δεν είχα την ετοιμολογία ν’ απαντήσω. Δέχτηκα την ειρωνεία γιατί δε βρήκα κουράγιο να αντισταθώ. Άνοιξα τα χέρια να με καταμουσκέψουν τα κύματα της κριτικής που ήταν εχθρική, που ήταν δριμεία. Έκλαψα στο σπίτι μου, μόνη μου, στον καθρέφτη μπροστά, πίσω απ’ τις κουρτίνες, μες στο μαξιλάρι, κάτω απ’ την ντουζιέρα. Θύμωσα με τους άλλους που δε σεβάστηκαν το χώρο μου, τις ανάγκες μου, τις επιλογές μου. Εξοργίστηκα γιατί, παρότι αγωνίστηκα να ισορροπήσω, αγωνίζομαι να ισορροπήσω, θα αγωνίζομαι να ισορροπήσω, το μόνο που βλέπουν, θυμούνται, υπενθυμίζουν δεν είναι οι τόσες νίκες μου, μα οι ήττες και οι μετεωρισμοί που δεν είχα την πονηριά να αποσιωπήσω. Πάλι έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα, χάθηκα στο σκοτάδι, στο βάθος του δρόμου, που ήταν ατελείωτος, μαστιχωτός, στενός. Τραβιόταν μέχρι το τέρμα του χάρτη, ψυχή δεν τον κυκλοφορούσε, αμάξι δεν τον έτρεχε, ένας ήλιος μόνο από πάνω του κέρινος, ξερός, με νύχια. Τις νύχτες χανόταν κι αυτός και περπατούσα στο άγνωστο, κολλούσαν τα πόδια μου στο ερωτηματικό, γλιστρούσα στην αφελή ελπίδα. Μετά κυρίως απελπιζόμουν. Έφερνα τότε στο νου μου ένα μικρό αγόρι με μελανά χείλη και γκρίζο πρόσωπο. Το ασπράδι του ματιού του ήτανε κίτρινο γιατί ήτανε μελένιο. Θυμάμαι πως του μιλούσα πιο πολύ απ’ όλους στη συντροφιά των παιδιών για να νιώθει ξεχωριστός, χαρισματικός, δυνατός, να χαίρεται κάπως. Ήξερε πως η καρδιά του ήταν πολύ μεγάλη για το μικρό του σώμα, μα ό, τι έπρεπε για τη μεγάλη του ψυχή, έτσι θα έρχονταν τα πράγματα, το περίμενε, μα δεν παραπονιόταν. Συλλογίστηκα ένα κορίτσι, που έμενε πίσω απ’ τις ράγες του τρένου, σ’ ένα χαμόσπιτο, με μια μισότυφλη αδερφή, είχε ταλέντο στη ζωγραφική, σκάρωνε με τα μολύβια της κάτι φιγούρες χάρμα. Θυμήθηκα πως πήγαινα τα απογεύματα και την επισκεπτόμουν. Μύριζε η αυλή κάτι σαν άπλυτα σεντόνια, σαν ψόφιες γάτες, σαν μαύρη απόγνωση. Έχω στα μάτια μου το λοξό της χαμόγελο καθώς μ’ αντίκριζε να σέρνω το ξύλινο πορτάκι, έκοβε λίγα γεράνια απ’ τη γλάστρα να μου τα προσφέρει, όταν από μέσα ακουγόταν ο πατέρας της που αναθεμάτιζε και το βουβό κλάμα της μάνας της που έτρεχε να κλείσει τα παντζούρια. Μια Τρίτη ποιανού μήνα δε θυμάμαι, θυμάμαι τη μέρα όμως καλά γιατί είχαμε άλγεβρα κι έτρεμα, ένας συμμαθητής που ήταν άπιαστη σφαίρα στα μαθηματικά διέκοψε ξαφνικά κι αντί να λύσει ως συνήθως πρώτα απ’ όλους την εξίσωση, άρχισε τα συγκεχυμένα λόγια. Μαρμάρωσε ο καθηγητής, έπιασαν να κλαψουρίζουν τα κορίτσια, χλόμιασαν τα πρόσωπα των αγοριών. Καθόταν πίσω μου, έμεινα ατάραχη, ήμουν παιδί κι εγώ, μα προσπάθησα να παίξω τη γενναία. Συμπεριφέρθηκα σαν να μην έτρεχε και τίποτε το φοβερό, η δύσκολη μέρα έφυγε, τα χρόνια πέρασαν, τα σχολεία τελείωσαν, το παιδί έμεινε με κουσούρι. Σαν μεγαλώσαμε και βγαίναμε τα σαββατόβραδα το ‘βλεπα μες στην κάπνα και το συνωστισμό του μπαρ δειλά δειλά να πλησιάζει, να μου μιλάει γλυκά, να με καλεί στο σπίτι του, να μου ετοιμάσει δείπνο. Έχω μια φίλη, από άλλη χώρα χρόνια στην Ελλάδα, που δεν έχει αφήσει βιβλίο για βιβλίο αδιάβαστο, που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι της, χρήματα ούτε για έναν καφέ, μένει νηστική για να ταΐσει το σκύλο της, την περιμένουν στα πεζούλια να την χαιρετήσουν τα πουλιά, τις τραγουδάνε τα λουλούδια. Βγήκε τις προάλλες να κολυμπήσει στη θάλασσα. Εκεί που πλατσούριζε στα ρηχά ήρθε και τη ζύγωσε μια ζαργάνα. Φύγε, της λέει, κοντά στους ανθρώπους έχεις κίνδυνο, θα χάσεις τη ζωή σου. Μα η ζαργάνα του κάκου, ήθελε να μείνει μαζί της, δεν κουνούσε πουθενά. Κάνει να απομακρυνθεί αυτή να αναγκάσει και το ψάρι να αλλάξει πλεύση, μα εκείνο την παίρνει από πίσω, χώνεται στις χούφτες της, αγαλλιάζει. Της μίλησα πριν λίγες μέρες στο τηλέφωνο. Ένιωσα το χάδι της από μακριά…Ω, υποσχέθηκα να μη λυγίσω σήμερα. Μάλιστα ξεκίνησα να γράφω με φούρια από κάτι αρπαγμένη. Μα ο θυμός μου σαν άρωμα δίχως διάρκεια ρουφήχτηκε απ’ τους πόρους μου και χάθηκε σε μια εσάνς ακαθόριστης απάθειας. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές πώς να με βλέπουν άραγε οι άλλοι. Έχω κλονιστεί από την αβεβαιότητα, έχω αισθανθεί λίγη για τα κοινά γούστα, τις ξένες προσδοκίες, τις απαιτήσεις και τους καθωσπρεπεισμούς. Όμως σαν αναρωτηθώ ποιοι να ‘ναι τέλος πάντων αυτοί οι «άλλοι» για τους οποίους τόσο κόπτομαι, μόλις επιχειρήσω να τους σχηματίσω, το χέρι μου το ίδιο πλάθει με σιγουριά στη σειρά τα πρόσωπα. Πρώτα του μικρού αγοριού με την απλωτή καρδιά, μετά της παιδικής φίλης πίσω απ’ τα τρένα, του μαθητή με το στραβοπάτημα του νου, της μάνας της ζαργάνας. Και λέω πως αυτοί είναι «οι άλλοι» για την αγάπη των οποίων αγωνιώ, αυτοί που εκτιμώ, αυτοί κι όσοι σαν αυτούς που θέλω να με παραδέχονται και πραγματικά κανένας άλλος. Κανένας που να νοιάζεται μόνο για διαφημισμένους άθλους, τρανταχτούς τίτλους, υπέρογκα εισοδήματα, ογκώδη βιογραφικά, υψηλές θέσεις, αξιώματα, παράσημα, καριέρες, μεγαλεία. Καλά είναι όλα αυτά, μα δε μου φτάνουν. Και τότε, πάω κοντά στους φίλους μου και γίνομαι αυτή που είμαι, όπως είμαι, με τα σκορ και τους απολογισμούς, τις ευαισθησίες και τα τρωτά σημεία, αυτά που δε φοβάμαι να αποκαλύψω, δεν τρομάζω να μοιραστώ, δεν υπάρχει περίπτωση να προδοθώ, γιατί ξέρω πως μαζί τους θα είναι πάντα όλα αλήθεια.
Αμήν και πότε η Ανάσταση! Μα να ‘ναι μια Ανάσταση βαθιά και δίχως πυροτεχνήματα. Σας ευχαριστώ, σας περιμένω πάλι εδώ…όλα τα καλά μαζί σας!
- μια ιστορική στιγμή ενδεχομένως
- απόκρυφη ιστορία
Καλή εβδομάδα, λοιπόν, Rita, σ’ ευχαριστώ πολύ!:-)
Όταν η εβδομάδα ξεκινά με παρόμοιο κείμενο, αποκτά κανείς την δύναμη και την ενέργεια να την ζήσει με επίγνωση και χαρά!
Γεια χαρά, Καίτη! Αντεύχομαι κι εγώ τα καλύτερα!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!
Σου εύχομαι χρόνια πολλα και όλα τα όνειρα σου να πραγματοποιηθούν.
Συμφωνώ μαζί σου και χαίρομαι γι αυτό.
keep in touch
Ω τι ωραία λόγια! Σ’ ευχαριστώ πολύ, Nick, χαρά δική μου να μοιράζομαι τις σκέψεις μου μαζί σας.
Είσαι η απόλυτη blogger! Έτσι απλά! Δημιουργεις, έχεις φαντασία, προσφέρεις.
Με λίγα λόγια είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή που σε γνωρισα απο δω!
Καλώς τον ΠΕΡΙΚΛΗ! Χρόνια πολλά!
Όταν έχεις τέτοιους φίλους αισθάνεσαι πλούσιος και δυνατός.
Εύχομαι σε όλο το κόσμο να εχει ” ειρήνη ” στην ψυχή και να μπορει να γευτεί τις αληθινές χαρές της ζωής
Γεια σου, Φαίη! Σ’ ευχαριστώ, χρόνια πολλά :-)!
Ειναι πραγματικα υπεροχο! Τρυφερο και τοσο μα τοσο αληθινο! Συγχαρητηρια!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Χρόνια Πολλά, Dora! Ευχαριστώ κι ανταποδίδω τις όμορφες ευχές σου!
Χριστός Ανέστη Theda μου γλυκιά με υγεία ,αγάπη και τρυφεράδα στη καρδιά. Καλό μήνα γεμάτο χρώματα και αρώματα.
Επίσης, LINA, χρόνια πολλά και φωτισμένα!
Καλή Ανάσταση, envitec! Φιλιά κι από μένα.
Ανάσταση σε όσους πονούν και υποφέρουν εύχομαι!
Σε γλυκοφιλώ
ΘΕΝΤΑ σου εύχομαι ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ και ελπίζω πάντα να μας φωτιζεις με τις εμπνεύσεις σου!
Ευχαριστώ πολύ, tzotza! Να είσαι καλά, όλα κατ’ ευχήν!
Να είσαι πάντα δυνατή και να μας προσφέρεις όλη σου την ενέργεια!
Σου εύχομαι καλή Ανάσταση
Σωστά, Ξένια, μια ήττα ίσως είναι η αρχή μιας νίκης.
Το θέμα είναι να παίρνεις τις ήττες σου αγκαλιά και να τις αφουγκράζεσαι! Για κάποιο λόγο σου έρχονται. Ίσως για σε κάνουν ακόμα πιο δυνατό. Ίσως για να βρεις αυτά που πραγματικά αξίζουν σε αυτή τη ζωή.
Με το καλό, aneros! Σ’ ευχαριστώ!
KatiaSun, εύχομαι η αγκαλιά σου να είναι πάντα γεμάτη δώρα..ξέρεις εσύ 😉
nai, etsi a3izei, ki egw nomizw pws ekei prepei na broume toys eautous mas.
Εξαίρετη η Θέντα….! όπως πάντα η γραφή σου είναι γεμάτη συναισθήματα και βιώματα.
Να έχεις καλή Ανάσταση!