μικρό απόσπασμα
“…
Φσσς…ένα σφύριγμα ξύπνησε τα τζιτζίκια μες στο καυτό μεσημέρι και σήκωσε απ’ το κρεβάτι τις γύρω περιέργειες που λαγοκοιμόντουσαν με μισόκλειστο βλέφαρο και μισάνοιχτο χείλι φυλώντας τσίλιες πίσω απ’ τις γρίλιες. Σήκωσα το κεφάλι απ’ το βιβλίο και τον είδα να στέκεται στο κάγκελο του μπαλκονιού του και να με κοιτάζει με δυο μαύρα ζωίσια μάτια και δυο ακόμη πιο ζωίσια μαύρα φρύδια. Ζωίσια ναι. Παραμερίζω τη φιλολογία. Την παραμερίζω εντελώς. Πολύ σμιχτά φρύδια. Πολύ σμιχτές λέξεις. Με κουτούλησαν οι σκέψεις πριν προλάβω να τις βάλω σε σειρά. Ζαλίστηκα. Μου ‘πεσε το βιβλίο απ’ τα χέρια.
- Θέλεις να μου προσφέρεις έναν καφέ, θεά της ομορφιάς?
Το ψιθύρισε σχεδόν και δεν χαμογελούσε διόλου.
Μέχρι να σηκωθώ, είχε ήδη φτάσει στη βεράντα. Λες και πήδηξε μια νηστική μαϊμού ανάμεσα στα δέντρα, να φτάσει γρήγορα στις ώριμες μπανάνες που κρέμονταν έτοιμες.
- Πότε επιτέλους θα κάνεις την επανάστασή σου?
Με ρώτησε σαν να το μελετούσε ώρα και ξαφνιάστηκα, κόντεψα να χύσω πάνω του τον καφέ και να τον κάψω.
- Τι εννοείτε?
Ο πληθυντικός μου έλειπε, αλλά μου βγήκε αυτόματα μέσα στην αγωνία μην προδώσω τον πόθο και την κραυγή για οικειότητα. Τα έκανα χειρότερα, φυσικά. Όταν οι άλλοι αντιλαμβάνονται πως αυτό που εκφράζεις δεν είναι αυτό θέλεις πραγματικά, αλλά η προσπάθεια να το αποκρύψεις και άρα να το αποκαλύψεις, θα υποστείς τις συνέπειες της εμπλοκής.
- Εννοούμε πως θέλεις να εξεγερθείς, να δραπετεύσεις και δεν το κάνεις. Τι φοβάσαι λοιπόν? Σπάσε το καύκαλό σου. Ζήσε.
- Ναι, ίσως, και δεν ξέρω αν είναι ρωγμή, σπάσιμο ή έκρηξη, αλλά θέλω να πιεις τον καφέ σου γρήγορα και να γλιστρήσεις αμέσως μέσα μου βουβά και ύπουλα, χέλι στον ποταμό.
Αυτό ήθελα να του πω, εκεί, πάνω στο μεσημέρι, πάνω στο καλοκαίρι που έριχνε φως άπλετο μέχρι και στους πιο στενούς πόρους του δέρματος, εκτός από τους πιο ευρύχωρους πόρους της καρδιάς.
- Μπορεί να έχετε δίκιο. Ίσως βλέπετε κάτι που θέλω επίμονα να κρύψω και δεν το καταφέρνω πειστικά.
- Μα αυτό που πρέπει να καταφέρεις δεν είναι να το κρύψεις, αλλά να το φανερώσεις. Ωστόσο, αυτή η αντίφαση που φέρεις σε κάνει τόσο θελκτική και..
Ω, ήμουν έτοιμη να ορμήσω πάνω του και θα το ‘κανα τ’ ορκίζομαι, αν ο πατέρας μου δεν είχε ξυπνήσει, κάτι που κανείς απ’ τους δυο δεν αντιλήφθηκε πάνω στην έξαψη της κουβέντας, αν δεν είχε κατέβει τα σκαλιά, δεν είχε διασχίσει το καθιστικό και δεν είχε σύρει τη σήτα της πόρτας απότομα, καρατομώντας την απάντηση που εκκρεμούσε και την επόμενη ερώτηση που στριμώχτηκε πάνω στην απάντηση, με αποτέλεσμα να το βάλω στα πόδια σαν ποντικάκι τρομαγμένο, που το αιφνιδιάζεις, το απειλείς μ’ ένα χτύπημα ποδιού, μ’ ένα ουστ δοντιών, μ’ ένα πλατάγισμα χειλιών, μια τσιρίδα, ένα άγριο παλαμάκι, έτσι που σου την έχει φυλαγμένη στο σκοτάδι για να χωθεί στο ντουλάπι και να ροκανίσει τα τυριά.
- Έναν μέτριο.
Έδωσε ο πατήρ εντολή και η θυγατέρα σηκώθηκε υπάκουα να συνεχίσει την αναβολή της επανάστασης όπως τόσον καιρό. Τον έκανα πικρό, τον έκανα γλυκό, δεν ξέρω, ίσως αντί για ζάχαρη έριξα αλάτι. Μηχανικές κινήσεις, σκέψεις πανικού, συγκεχυμένες αναμνήσεις.
Τα καλοκαίρια είναι γραμμές διακεκομμένες. Εκεί που ξεκινάνε, ξαφνικά σταματάνε. Δεν ξέρω αν είναι ευθείες. Ούτε καμπύλες. Ίσως είναι τεθλασμένες. Αρχίζουν αλλιώς κι αλλιώς καταλήγουν. Όπως το καλαμάκι στην πορτοκαλάδα. Στη στάθμη του νερού διαστρεβλώνονται όλα. Σ’ εκείνη τη γαλάζια γραμμή μετατοπίζονται. Μπορεί να φταίει η θάλασσα. Εκεί που εφάπτεται με τον ορίζοντα, εκεί που αγγίζει τον ουράνιο θόλο. Ίσως οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας. Μέσα στο καλοκαίρι βουτάνε όλα τα ετοιμόρροπα κοντάρια. Οι πάσσαλοι που δε στηρίζουν τίποτα με βεβαιότητα και σιγουριά. Κάπως έτσι εκείνο το καλοκαίρι έσπασε στην ένωση του ουρανού και της θάλασσας και παραμορφώθηκε η συνέχεια του αφήνοντας ερωτηματικά να βομβαρδίζουν με ερωτήσεις και να μην παίρνουν απαντήσεις μέχρι τον επόμενο Ιούνιο. Όμως, τον επόμενο Ιούνιο το γειτονικό σπίτι είχε πουληθεί. Τόσο απλά. Σαν ένα φόρεμα σε μια βιτρίνα. Ένα ζευγάρι γόβες. Το άφησες για καιρό κι όταν ξαναπέρασες, πια δεν υπήρχε.
…”
- κάτι απ’ τον Αντώνη
- ξέρω τι θέλεις
Να συνεχίσεις να περνάς υπέροχα καλοκαίρια, aneros, να ονειρεύεσαι αδιάκοπα!
Τα καλοκαίρια μας ειναι ανεπανάληπτα κι εσύ μια όαση δροσιάς.
Συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε
Όλγα μου, σ’ ευχαριστώ. Είσαι γνήσια ταξιδιάρα! Στις θάλασσες, στις ιστορίες, στην περιπέτεια της ζωής! Σε φιλώ
Μπράβο Θεdα!!
Το ξέρεις ότι είμαι φανατική fan σου!! Με ταξιδεύεις πάντα σε τόπους κρυμμένους, όταν σε διαβάζω…
Πόσο απαλά με αγγίζουν οι λέξεις σου, οι προσεκτικά τοποθετημένες στη σειρά τους!!
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που σου δίνει έμπνευση, αλλά συνέχισε να το κάνεις 😉
Kiki, ψυχανεμίζεσαι την αμφιβολία του δημιουργού κι έρχεσαι πάνω στην ώρα. Σε φιλώ
Να είσαι περήφανη για αυτό που κάνεις και προσφέρεις.
Έχεις πολύ καλή πένα.
Αγαπητέ μου κύριε, σας ευχαριστώ. Χαίρομαι ειλικρινά!
Ωραία μου κυρία τα σέβη μου.
Σας απολαύσαμε για ακόμα μια φορά
Γεια χαρά, Πασχάλη! Τα μεσημέρια του καλοκαιριού οι μεγαλύτεροι πειρασμοί καραδοκούν. 🙂
Δροσιά μέσα στον καύσωνα. Μου θύμησες τις παιδικές αμαρτίες την ώρα του μεσημεριού όταν οι γονείς ήταν σε σιέστα και η προκληση του αθόρυβου μας οδηγούσε σε άλλα μονοπάτια.
Γεια σου, bon! Πέρασα μια χρονιά με χίλια δυο σκαμπανεβάσματα. Η δημιουργία όμως είναι πάντα το κοινό μυστικό για να ξαναβρείς το κέντρο σου και την ισορροπία. Φιλιά!
Είναι συγκινητικό να βρίσκεις πάλι τους καλούς σου φίλους. Ευχαριστώ, ΛΙΝΑ μου, είσαι κάτι σαν φύλακας άγγελος.
Σε διάβασα με χαμόγελο. Να ‘σαι καλά.
Και δοθείσης ευκαιρίας, να σου αφήσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για το νέο βιβλίο σου, που ανοίγει τα φτερά του κι είναι έτοιμο να πετάξει. ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΡΓΗΣΕΣ! Θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο βγάζεις έξω αυτό που ‘χεις μέσα σου.
Μακάρι, theda μας να επιστρέφεις τακτικά στο blogging, διότι λείπει πολύ ο χαρισματικός σου λόγος!
Φιλάκια και καλό απόγευμα!