νυχτερίδα
Απεφάνθησαν πως πρόκειται για μια ευλογημένη στιγμή και τη βάφτισαν κενό επιθυμίας. Σ’ αυτή λοιπόν την ευλογημένη στιγμή, σ’ αυτό το κενό επιθυμίας, πίνεις ένα στυφό κρασί και κοιτάζεις αμίλητος τους λόφους.
Είναι κάπως μακρόσυρτη αυτή η στιγμή. Ατέλειωτη και βασανιστική και αβάσταχτο να σηκώνεις στους ώμους σου το αδειανό της βάρος. Μετά τη δική τους δήλωση όμως, έχω κι εγώ κάτι να δηλώσω. Ας γινότανε να ξαναρχίσεις. Από το δευτερόλεπτο που αντίκρισες το πρόσωπο της μάνας σου, ας μπορούσες από τότε να. Είναι κάπως αδύνατο το ξέρω. Αλλά λέω τι σκέφτομαι και άφησέ με να το πω τώρα που είσαι ευάλωτος, έχεις ζαλιστεί και χάνεσαι καθώς κοιτάζεις δίχως σκοπό τους λόφους.
Πιο πολύ θα βοηθούσε αν δεν καθόσουν και με κοίταζες, αλλά αν έλεγες μια λέξη, ας πούμε, τι θα κάνεις. Πάλι δε θα το ‘κανες, αλλά ας το ‘λεγες εσύ, κάτι θα ήταν μες στη σιωπή, κάτι θα ήταν.
Τι μοναξιά. Να πρέπει να λύσεις μόνος σου το πρόβλημα. Να πρέπει να συνεχίσεις από κει που βρίσκεσαι, αφού δε γίνεται να γυρίσεις πίσω.
Και τώρα το παλιοκενό.
Μίλησες και ξαναμίλησες για τα κενά. Τι άλλο να κάνεις; Νόμιζες πως τα ξεφορτώθηκες. Πίστεψες ότι γλίτωσες. Ότι έκανες τη δουλειά και ήταν η καλύτερη δουλειά, κάτι σαν απεντόμωση γερή κι άλλα κενά δε θα σε ξαναπερπατήσουν. Γελάστηκες. Συνέβη κι εδώ αυτό που συνέβη σ’ ένα βιβλίο. Λέει κάπου: όταν συζητάς κάτι, τότε αυτό γίνεται αναπόδραστα πραγματικό. Να το κενό. Πραγματικό όσο τίποτα χαράζει τη νύχτα, όπως μια νυχτερίδα. Ύπουλο και γρήγορο. Σχίζει τον ουρανό και δεν το βλέπεις. Γράφει λέξεις στο σκοτάδι και δεν μπορείς να τις διαβάσεις. Ανοίγει τρύπες αθόρυβα.
Δεν είσαι σε θέση να το διαχειριστείς. Και δεν είσαι σε θέση να το κάνεις τώρα. Τώρα χρειάζεσαι αυτό που αποκαλούν συναισθηματική αποφυγή. Αυτό χρειάζεσαι. Να βρεις κάτι να ξεχαστείς, να μην αναπνέεις στο κενό και πνίγεσαι, κάτι να σου στρέψει αλλού το βλέμμα. Τι να ‘ναι αυτό; Ένας φίλος. Μα τους βαριέσαι τους φίλους. Δεν έχεις όρεξη να εξηγείς, ούτε να είσαι προσεκτικός στο φέρσιμο, ούτε να σε κοιτάζουν ερευνητικά για να διακρίνουν πίσω απ’ τις σκιές, άλλα να ρωτούν κι άλλα να απαντάς, να αστειεύονται δήθεν και δήθεν ν’ ανταποκρίνεσαι, ούτε να περιμένεις να σκεφτούν να πουν αυτό που θαρρούν πως λαχταράς να ακούσεις από ‘κείνους. Όχι φίλος. Ένας αδερφός. Να σου μιλάει ανοιχτά κι αγαπησιάρικα, να είναι τρυφερός, αλλά σιγά μη σου τα πει αγαπησιάρικα, το ξέρω γω από τα αδέρφια των φίλων μου, θα σε μαλώσει και θα ψάχνεις να κρυφτείς, θα ντραπείς που πάλι δεν τα κατάφερες, θα νιώσεις ο πιο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας του αίματος, θα γίνουν όλα χειρότερα, θα γίνει τότε ο αδερφός πιο ξένος κι από ξένος. Ένας πατέρας ίσως. Να ‘ναι ήρεμος και σοφός, να σου διηγηθεί το παραμύθι χαϊδεύοντάς σου το πρόσωπο, να σε φιλήσει σταυρωτά, να μην σε παρεξηγήσει αν κλάψεις από το τίποτα ή αν σε πάρει ο ύπνος. Μα ο πατέρας σου είναι μακριά, τέτοιες ώρες φωλιάζει στο κρεβάτι του, παίρνει τα φάρμακά του με συνέπεια, τώρα θα ‘χει φάει και βραδινό, πού να τον αναστατώνεις τον καημένο. Ας είναι ένας άγνωστος. Να μην τον έχεις δει ποτέ, να μην ξέρεις ούτε το όνομά του, ούτε ποιους αγαπά, ούτε αν έχει παιδιά, αδέρφια, φίλους, πού είναι η πόλη του, το σπίτι του, το παρελθόν του, αν ονειρεύεται, τι χρώμα έχει το όνειρό του. Ας είναι μια αγνώριστη αγκαλιά, μια αγνώριστη μυρωδιά, άγγιγμα άλλου σώματος, πλησίασμα αλλιώτικο, μια σκέψη απροσδιόριστη, μια απειλή ακόμη μεγαλύτερη απ’ το απειλητικό κενό σου. Ίσως τότε να είναι καλά και να περάσει αυτή η νύχτα η άγρια, με τα πουλιά να κουρνιάζουν ήσυχα στα κλαδιά, τα αυτοκίνητα να παρκάρουν κουρασμένα στις πυλωτές, τα μωρά να νανουρίζονται στις αγκαλιές κι εσύ ν’ αποφεύγεις τα δύσκολα.
- δε τράβελερ
- Οκτώβρης στα δύο