τα ροκανίδια
Περπατούσε δίχως ομπρέλα κι είχε γίνει μούσκεμα. Ένα κίτρινο κατσαριδάκι αγκομαχούσε και μέχρι να περάσει, περίμενε με νευρικό τρέμουλο και στραβά μούτρα.
– Άντε, κυρ Μέντιο, κουνήσου πια!
Το σαράβαλο, που κούτσαινε σαν γέρικο γαϊδούρι στην άσφαλτο, της άδειασε χώρο κι αμέσως επιτάχυνε το βήμα. Ήταν κάτι μέρες ανισόρροπες που ξεκινούσαν με λιακάδα και κατέληγαν σε νεροποντή. Είχε τραβήξει ζόρι, η αλήθεια. Όχι για τον καιρό και τις κυκλοθυμίες του. Καμία σχέση. Αλλά να, δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τα συναισθήματα. Με το που μπήκε σπίτι χτύπησε τηλέφωνο.
Η φωνή της τηλεφωνήτριας εφιαλτικός αντίλαλος που δεν ξεθύμαινε. Τα νεύρα της κουδούνισαν σαν περιλαίμια κατσίκας.
– Δε χρειάζομαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Μη μου ξανατηλεφωνήσετε.
Άκουσε το απέναντι ακουστικό να κλείνει θιγμένα και τη συνομιλία να κόβεται απότομα πριν ολοκληρωθεί ο συνήθης χαιρετισμός που τερματίζει τα τυπικά τηλεφωνήματα. Έσυρε τα εξ αμάξης. Καταφχαριστήθηκε. Βρισίδι ίσον λύτρωση. Ό, τι σκουπίδια κουβαλάς, σηκώνεις την καρότσα και τα ρίχνεις έξω. Ό, τι σκατά μαζεύεις, τα πετάς στον ξένο βόθρο και καθαρίζεις το τοπίο. Απίστευτη ανακούφιση. Λίγο αργότερα έπινε τσάι στη σιωπή, όπου το μόνο που ακουγόταν ήταν η σταγόνα της ξεχαρβαλωμένης βρύσης στην κουζίνα. Ωστόσο, χτυπούσαν ακόμα τα μηνίγγια. Έκαιγαν τα πέλματα. Σιγόκαιγαν τα κάρβουνα, παρά τον πάγο που στόλισε την άγνωστη κυρία. Αναγκάστηκε να παραβιάσει το πρωτόκολλο. Κάπνιζε αυστηρά ένα τσιγάρο την ημέρα. Αλλά εκείνο το απόγευμα άναψε δέκα στη σειρά και φλερτάριζε ήδη με το ενδέκατο πριν εξατμιστεί ο καπνός από το δέκατο. Αν είχε και μαριχουάνα, ακόμα καλύτερα. Ένα μπουκάλι ουίσκι και μια κούτα ηρεμιστικά! Θαύμα.
Ήταν μόνη εδώ και τρεις μέρες και το κεφάλι της γύριζε σαν τον ιπτάμενο δίσκο που παίζουν οι χαζοχαρούμενοι κάτω απ’ τον πυρωμένο ήλιο. Ζάλη και ιδρώτας. Εκείνος θα επέστρεφε αργά το βράδυ. Μα δεν την ένοιαζε πια. Είχε πηδήξει το συρματόπλεγμα του συνόρου, όπου πέρα απλωνόταν η χαώδης έκταση της μοναξιάς, του θυμού, της απόφασης, της αδιαφορίας. Για καιρό ένιωθε σαν το κατά παραγγελία κινούμενο σχέδιο, ένα ανθρωποειδές, που αποσυντίθεται όταν φεύγει ο παραγγελιοδόχος του και ανασυντίθεται μόλις βάζει το κλειδί στην πόρτα για να μυρίσει το ξαναζεσταμένο φαγητό και να τη βρει κάπου ανάμεσα στο διάδρομο και το καθιστικό να κάνει μοναχικά κι απελπισμένα δρομολόγια πανικού ή βαρεμάρας. Εκείνη όμως αποφάσισε πως θα συνέχιζε να υφίσταται ακόμη κι όταν θα έλειπε ο παραγγελιοδόχος της. Ακόμη κι όταν θα έφευγε για να πάει στο γραφείο ή στα επαγγελματικά ταξίδια, που πύκνωναν όλο και περισσότερο. Θα διατηρούσε το σχήμα της, όταν θα ‘κλεινε τα μάτια του για να κοιμηθεί και δεν θα την κοίταζε, τη φωνή της, όταν θα έφραζε το στόμα του και δεν θα της απευθυνόταν. Θα εξακολουθούσε να έχει πονοκέφαλο, επιθυμία να χορέψει, ανάγκη να τραφεί, λαχτάρα για ένα ποτήρι κρασί, κέφι ή τις μαύρες της, βρισκόταν δε βρισκόταν εκείνος δίπλα.
Το τελευταίο ταξίδι ήταν στο Βερολίνο για υπογραφές παραχώρησης μετοχών θυγατρικής εταιρείας από τον εργοδότη του, γενναιοδωρίες που άνοιγαν τρύπες στο δρόμο και χαντάκια απύθμενα. Εκείνη δεν του είχε προσφέρει τίποτα τόσο μεγάλο και σπουδαίο. Αν του έδινε κάτι ανάλογο, ίσως της το ανταπέδιδε με τη σημασία και το χρόνο του. Αλλά όχι. Εκείνη το μόνο χρήσιμο που έκανε ήταν να διακοσμεί διακριτικά και καλαίσθητα τα σαββατοκύριακα, να διανθίζει τα άχαρα κενά ανάμεσα στις κλήσεις των συνεργατών, τα ημίχρονα των ποδοσφαιρικών ματς, τον αναπληρωματικό ύπνο της κουραστικής βδομάδας, τα διαλείμματα για διαφημίσεις στο πρόγραμμα. Να ποζάρει κομψή στις φωτογραφίες των διακοπών με καινούργια συνολάκια, να επιλέγει τα πολυτελή ξενοδοχεία των μητροπόλεων και τα πιο καλόγουστα σερβίτσια και να στήνει στο άψε σβήσε κάτι συνάξεις με φίλους και πρόχειρα μεζεδάκια χάρμα.
Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη του μπάνιου. Λάθος κίνηση. Πρησμένα βλέφαρα, σκασμένα χείλη, κόκκινα μάτια, δέρμα σαν βρόμικο τζάμι.
Τρεις μέρες πριν επέστρεφε απ’ το πατρικό της, πέντε χιλιόμετρα ποδαρόδρομος, μέσα στον οδυρμό προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί του μάταια, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσει το τηλέφωνο πάνω στη συζήτηση για μια νέα μεγάλη συμφωνία σχετικά με ίδρυση παραρτήματος στη Νότιο Αφρική και το ίδιο απόγευμα τον είδε να ετοιμάζει τη βαλίτσα του και να καλεί ταξί για το αεροδρόμιο.
Θυμήθηκε όταν πήρε αγκαλιά την κόρη της πριν φύγει. Ένα τόσο δα πραματάκι, μια καρφιτσούλα στο πέτο. Σκεφτόταν πόσο ήθελε κάποτε αυτό το κόσμημα. Να το φοράει καθημερινά, να το στηρίζει στο ύφασμα του δέρματός της αποκλειστικά, να το χαϊδεύει με τον ήλιο της αγάπης τους που θα στραφτάλιζε πάνω στο διάφανο πετράδι του παιδικού προσώπου. Τώρα αδιάφορη. Το μωρό γραπωμένο πάνω της, μην ξέροντας ακόμα ποιος αντιστοιχεί σε τι, κάποια στιγμή σάλεψε, ποντικάκι να ροκανίσει τη μητρική θηλή, αναζητώντας το φαγητό του. Παρέδωσε τη μικρή στη γιαγιά της κι ετοιμάστηκε να φύγει. Μα βγαίνοντας, έριξε μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη της εισόδου. Λάθος κίνηση. Πάνω στο ολόλευκο ανοιξιάτικο πανωφόρι της ένα σημάδι, ένα ίχνος παράξενο, σαν μισοφαγωμένο χαρτί, σαν κάποιος να μασούλησε για λίγη ώρα, όσο διαρκεί μια αγκαλιά, την άκρη της καρδιάς της και να άφησε εκεί, ριγμένα στα αζήτητα, μια χούφτα ροκανίδια.
- στους συμμαθητές μου
- 33 στροφές
Γεια σου, Vicky! Να περνάς όμορφα κάθε άνοιξη, κάθε εποχή, κάθε μέρα, κάθε στιγμή!
Αυτή είναι η αγαπημένη μου ανάρτηση :)))
Καλημέρα Άνοιξη!
Γεια σου, Περικλή! Πολύ χαίρομαι! Να είσαι καλά!
Από τις καλύτερες αναρτήσεις σου στο thedasworld.
Σε διαβάζω φανατικά αν και δεν αφήνω τα ίχνη μου.
Γεια σου, Φαίη! Καλή εβδομάδα και σένα και γρήγορα η άνοιξη. 🙂
Φιλιά πολλά, καλή εβδομάδα και πάντα τέτοιες δημιουργικές ομορφιές!
Κι έτσι συναντιούνται οι άνθρωποι. Στις σελίδες και στις λέξεις των κειμένων. Καλή Σαρακοστή, Φυλίτσα!
Σε διαβάζω και χαίρομαι τη γλώσσα σου και κάτι μαθαίνω, έστω ελάχιστο, για σένα.
Πράγματι Καίτη, να μην τα είχες ζήσει. Όμως κάθε σκοτεινό μονοπάτι είναι νήμα για ξέφωτο κι ελπίζω να το ‘χεις ανακαλύψει.
Καλή σου μέρα, Νεφέλη, σ’ ευχαριστώ! Να περνάς όμορφα!
Αυτό είναι υπέροχο!
Μου αρέσει να σε διαβάζω, μου αρέσει γιατί με τα κείμενα σου, σε γνωρίζω καλύτερα και έτσι δυναμώνει και βαθαίνει και η επικοινωνία μεταξύ μας…
Πολύ όμορφη η ανάρτησή σου Theda μου!!
Καλό σ/κ
Φιλιά
Νεφέλη
Γεμάτο συναισθήματα και αλήθειες.
Πόσο θα ήθελα να μην τα έχω ζήσει
Fyllia, τα συναισθήματα έχουν ίσως την μεγαλύτερη δύναμη και την ισχυρότερη μνήμη. Σε φιλώ γλυκά!
lina μου, χαίρομαι που σε συναντώ, να είσαι καλά!
Τέλεια! Τέλεια! Τέλεια! Υποκλίνομαι, Πριγκιπέσσα !
βιώματα του χθες, μου θύμησες, τέλεια αποτυπωμένα στο χαρτί. Εξαιρετικό!
Μια φανταστική καλημέρα! 🙂
φανταστικο το φανταστικο!!!!!