δε τράβελερ
Κι όμως ναι. Μετά απ’ το καλοκαίρι είμαι ένα ψάθινο καλάθι που ξεπετιούνται τα καλάμια δεξιά κι αριστερά από τη χρήση, σκαλώνουν στις άκρες από τα φορέματα και ξηλώνονται οι ραφές τους. Τα χερούλια ξεχαρβαλωμένα, δεν υπάρχει τρόπος, χέρι δεν έχει από πού να με πιάσει με ασφάλεια, αφέθηκα στα πλακάκια έξω απ’ την πόρτα, δεν μπαίνω σπίτι μου. Περιπλανήθηκα στις αμμουδιές, κάτω απ’ τις σκιές των δέντρων που φιλούσανε τη θάλασσα, ο αέρας έριχνε την άμμο πάνω μου, ο ήλιος μου ‘ψησε το χρώμα. Είμαι ένα ζευγάρι σανδάλια φθαρμένα από βήματα και βήματα, σε πόλεις μακρινές, τόπους πολύχρωμους, ξένους και συναρπαστικούς, μέρη με επιθετική ομορφιά και αδιάφορα για το πώς αισθάνομαι, τι σκέφτομαι, με παρέσυραν στην αλητεία τους, με ενέπλεξαν στην παράνοια, στον παλμό και την ένταση, έτσι που ήταν αδύνατο, ήταν αδύνατο να μην παρασυρθώ με ή χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Άνθρωποι συναντήθηκαν με το βλέμμα μου, τους ξέχασα, τους θυμάμαι, δεν μπορώ να πω, είδα μάτια και μάτια. Είδα ζευγάρια να αγκαλιάζονται πάνω στις βάρκες, χέρια να φωτογραφίζουν πύλες, πλατείες, αγάλματα, όμορφα πρόσωπα, άσχημα πρόσωπα, σώματα σε μπουλούκια να στέκονται όρθια μπροστά σε πίνακες, σειρές σε μουσεία, ουρές σε τουαλέτες βρόμικες, μόνους ταξιδευτές, συλλέκτες αναμνήσεων, θλιμμένες απόπειρες, πετυχημένα ρίσκα. Άκουσα καβγάδες σε γλώσσες ακατανόητες, συρσίματα σε μονοπάτια, γέλια αληθινά και ψεύτικα, μύρισα σάρκες και σάρκες. Ήταν φορές που έψαξα να δω από πού ερχόταν η μυρωδιά, ήθελα να χωθώ μέσα της, κι άλλες που έτρεξα να φύγω μακριά και δεν ήθελα να ξέρω. Αναζήτησα σουβενίρ έτσι που να δεθούν στο ίδιο αντικείμενο δυο διαφορετικά πράγματα, πού είμαι και πού ήμουν. Μπάντες στις γωνιές των τετραγώνων ξεκούφαιναν τους περαστικούς, μηχανές σπινθηροβολούσαν στην άσφαλτο, γυναίκες έψαχναν άνδρες, άνδρες γυναίκες, άνδρες άνδρες, γυναίκες γυναίκες, ποιος ξέρει και τι άλλο. Τα παιδιά κουράζονταν και στέναζαν, αλλά το παράπονό τους ήταν βουβό σινεμά, κανείς δεν άκουγε, τη φωνή τους σκέπαζε η βουή της πόλης και το καρδιοχτύπι των κτηρίων που σφυροκοπούσε κάτω απ’ τον ήλιο, κάτω απ’ τον ουρανό, πλάι πλάι στα φώτα που έδιναν μια εθιστική χαρά μες στο σκοτάδι της άγριας νύχτας. Και η νύχτα ήταν άγρια γιατί οι άνθρωποι ήθελαν κι ήθελαν. Κι όταν θέλεις γίνεσαι άγριος. Γίνεσαι ψηλός, δυνατός, ορμητικός, πολεμοχαρής, μασάς τους θεούς σου. Γίνεσαι υπερδύναμος, έχεις τρέλα να καβαλήσεις το πιο ατίθασο άλογο, να περάσεις από τη φωτιά, να περπατήσεις γυμνός στους πάγους. Κανείς δεν έκανε πίσω. Όλοι επέμεναν. Να πάρουν αυτό που πίστευαν πως δικαιούνται απ’ τη ζωή σήμερα, ένα παγωτό σπέσιαλ, μια κρουαζιέρα στα κανάλια, μια μπίρα στο πεζούλι με το τσιγάρο να τους καίει τα σωθικά, ένα φιλί από χείλη άγνωστα, κάτι να προλάβουν. Κι εγώ να προλάβω. Να προλάβω την κάθε στιγμή, το κάθε δευτερόλεπτο, το κάθε δέκατο των ατελείωτων διαδρομών μου. Πάλευα με τις σκέψεις μου, αυτές ήταν τα πιο αφηνιασμένα άλογα, έτρεχαν μανιασμένα εδώ κι εκεί, άντε να κάνεις κάτι μ’ αυτό, εξουθενώθηκα να στροβιλίζομαι, να προσπαθώ να ‘μαι παντού ταυτόχρονα, να με τραβάνε απ’ όλες τις μεριές οι αμέτρητοι μικρόκοσμοι που είναι οι μεγαλύτεροι κόσμοι του κόσμου. Μπήκα στο σπίτι μου. Οι εικόνες, οι ήχοι, οι μυρωδιές, οι στιγμές, τα κουρασμένα μάτια, τα πονεμένα πόδια μου, τα άπλυτα ρούχα στην τσάντα. Δεν ξέρω πώς να το πω. Νιώθω ψηλή, νιώθω ορμητική, επιμένω. Θέλω και θέλω. Να ταξιδεύω.
- Αυτό είναι το νέο μου βιβλίο
- νυχτερίδα
απεριγραπτη περιγραφη των καλοκαιρινωνσουδιαδρομωνοπως εσυ μονο ξερεις να γευεσαι την ζωη στις γειτονιες του κοσμου…