στους συμμαθητές μου
Δεν το περίμενα έτσι ακριβώς. Ψέματα λέω. Το περίμενα. Ήταν σαν ένα πάρτι που είχα κάνει στο δημοτικό και όταν έφυγαν όλα τα παιδιά η μητέρα μου ανακάλυψε έντρομη πως υπήρχαν πατημασιές μέχρι και στο ταβάνι της σάλας. Στεκόμασταν οι δυο μας και κοιτάζαμε ψηλά, στο έρημο σπίτι, με τα αφημένα πιάτα, τα λερωμένα ποτήρια, τα μετακινημένα έπιπλα, τις δαχτυλιές στα τζάμια. Εκείνη κοιτούσε απορώντας πώς, μα εγώ το ‘παιζα σοβαρή χαμογελώντας κρυφά γιατί ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει διαφορετικά κι ένιωθα τρισευτυχισμένη για την υπέρβαση των φίλων μου και την μεγάλη επιτυχία. Εδώ κι ένα μήνα έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Είχε κανονιστεί συνάντηση παλιών συμμαθητών μετά από πολλά χρόνια. Θα βρισκόμασταν όλοι μπροστά στο σχολείο. Είχα να περάσω από κει πάνω από δεκαετία. Είχα να περπατήσω στη μικρή μου πόλη πολύν καιρό. Κάθε βράδυ δυσκολευόμουν να κοιμηθώ από την αγωνία. Ποιοι θα ‘ρθουν, πώς θα αγγιχτούμε, τι θα τους πω, τι θα μου πούνε. Το τελευταίο βράδυ πριν τη συνάντηση κοιμήθηκα ελάχιστα. Μια εισβολή του παρελθόντος στο παρόν καραδοκούσε και με αναστάτωνε, αλλά δεν εμπόδιζα την ταραχή, την άφηνα να με κυριαρχήσει όσο βασανιστική κι αν ήταν. Το ραντεβού ήταν στις οκτώμιση. Περπάτησα λίγο για να φτάσω, σε μια διαδρομή τόσο γνώριμη, και τότε τους είδα. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Γύρισα στο πατρικό μου σπίτι λίγο πριν το ξημέρωμα. Αφέθηκα να με τυλίξει η ζέση των συμμαθητών μου, των παιδικών μου φίλων, των συνοδοιπόρων στους δρόμους της πρώιμης ζωής, στροβιλίστηκα πάλι μαζί τους, κι ακόμη πιο δυνατά και πιο συνειδητά από ποτέ, στο χορό της αισιοδοξίας, των ονείρων, της αθωότητας, ένιωσα την ασφάλεια της αποδοχής τους, ότι με ξέρουν καλά, ότι πάντα με ήξεραν, έβλεπαν σε μένα πράγματα που ίσως δεν είχα δει ακόμη εγώ η ίδια πως υπήρχαν, σαν να με επινόησαν εκείνοι πρώτα, να μ’ ανάθρεψε η σκέψη τους, να με γαλούχησε το βλέμμα τους, να με μεγάλωσε η φύση και το ένστικτό τους, να έγιναν εκείνοι πρώτοι το δοχείο που ξεχύθηκα, η ταιριαστή εσοχή για την κάθε προεξοχή μου. Ήμασταν πολύ τρελά παιδιά. Παθιασμένα κι ασυμβίβαστα. Αγκαλιαζόμασταν, βριζόμασταν, σπρωχνόμασταν, χτυπούσαμε τον άλλον εκεί που πονούσε βαθιά, το μετανιώναμε ή δεν το μετανιώναμε μετά, φερόμασταν πολλές φορές σκληρά, αδιάφορα, άλλοτε λατρευόμασταν, φιλιόμασταν, ανταλλάσσαμε εξομολογήσεις και λογιών λογιών ραβασάκια, προδίδαμε κάποτε τα μυστικά, κλέβαμε ξένες αγάπες, για μέρες δε μιλιόμασταν, μετά ξαναγαπιόμασταν, τραγουδούσαμε κοινά τραγούδια, τρώγαμε απ’ το ίδιο χωνάκι παγωτό, πίναμε απ’ το ίδιο μπουκάλι την πορτοκαλάδα, όμως αφήναμε το δικό μας αποτύπωμα και το δικό μας στίγμα στο ταμπλό, σαν να υπήρχε δικαιωματικά ένας μοναδικός τόπος και μια ξεχωριστή θέση για τον καθένα. Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που έγινε. Δηλώνω ανεπάρκεια, αδεξιότητα, αδυναμία. Δυστυχώς δεν μπορώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι συνέβη ξανά το ίδιο μαγικό. Οι πατημασιές έφτασαν μέχρι το ταβάνι μου. Η καρδιά μου είναι σημαδεμένη από τα χνάρια. Δεν υπάρχει γωνιά μέσα μου που δε βρήκαν να χωθούν, σημείο που δεν ανακάλυψαν, κάπου που παρέλειψαν να μπουν, κάτι που δεν ψηλάφησαν. Και το καταπληκτικό είναι ότι εκεί που άφηνε ο καθένας το ίχνος του όταν ήμουνα μικρή, εκεί το άφησε και τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τίποτα. Είμαστε ακόμα τα ίδια παιδιά. Ένιωσα να λυτρώνομαι από μια ακόρεστη δίψα, όπως τότε που έπινα νερό από ‘κείνη τη βρόμικη και παμπάλαια κρήνη της σχολικής αυλής και ξεδιψούσα. Σας ευχαριστώ, σας ευγνωμονώ, γιατί είμαι τυχερή που μεγάλωσα, κι ας μη μεγάλωσα, μαζί σας.
- τρόποι να γυρίζεις σπίτι
- τα ροκανίδια
Ευκαιρία να τα ξαναθυμηθείς, aneros. Τα χρόνια εκείνα είναι πήγη δύναμης και καταφύγιο. Καλημέρα!
λησμόνησα εκείνα τα “άγουρα χρόνια” της παιδικής ή εφηβικής μου ζωής!..
Καλώς την Τζένη! Σ’ ευχαριστώ. Να έχεις μια υπέροχη μέρα!
Χνάρια μιας ηλικίας που όλοι νοσταλγούμε, και τα ” πατάς ” τόσο όμορφα !
Μαμά, σ’ αγαπάω!(κι επειδή ο μπαμπάς θα ζηλέψει, πες του ότι τον αγαπώ κι αυτόν :-))
καταλαβα…..ηταν μια ομορφη μερα για σενα και για μενα διπλα ομορφη γιατι ενοιωθες ευτυχισμενη …και τοτε.. και τωρα…