ξέρω τι θέλεις

Το καλοκαίρι αυτό μυρίζει αλλιώτικα. Πέρα από τις ρίγανες, τα θυμάρια, τις λεβάντες, την αρπαγμένη πίσσα και τη χυμένη βενζίνη, μια αλητεία αφήνει ανεξίτηλη ανάσα. Σαν όλα να είναι πιθανά. Με μια πιθανότητα που παραδίνεται στη βεβαιότητα. Αλλά αυτό που παραδίνεται απόλυτα στη βεβαιότητα είναι η επιθυμία. Το καλοκαίρι είναι οι αλκυονίδες μέρες της επιθυμίας. Θέλεις να βυθίσεις τα γυμνά σου πόδια στην άμμο. Να δαγκώσεις άπλυτο φρούτο κάτω απ’ την κληματαριά. Να φύγεις οπουδήποτε.

Βαδίζει στις τέσσερις το μεσημέρι μες στο λιοπύρι. Πεζός δεν κυκλοφορεί, μόνο ένα αυτοκίνητο στενάζει με κλειστά παράθυρα ενώ η οδηγός ιδρώνει πίσω απ’ τα τζάμια αναθεματίζοντας τα φανάρια και λιώνοντας το μεϊκάπ, τα περίπτερα με τα στόρια κατεβασμένα μέχρι κάτω και τις κλειδαριές ασφαλισμένες λες επ’ αόριστον, ο ήλιος, ο ήλιος παντού κι από παντού ξεχύνεται, γράφει, ευθείες, γωνίες και σχήματα πάνω στους τοίχους, χλομιάζει τα φύλλα, ξανοίγει τα μαλλιά. Ούτε πουλί δε λαχανιάζει. Άραξε στο κλαδί του.

Εκείνη βαδίζει. Βαδίζει ασταμάτητα. Ανεβαίνει μια ανηφόρα ατελείωτη, περνάει απ’ το σπίτι της Δανάης, καμαρώνει τα λουλούδια, δυο σκυλιά κάτω απ’ το γείσο της βεράντας βαρυγκωμούν ανυπόφορα, τους έρχεται να σκίσουν το πετσί, τα προσπερνά κι αυτά με κυνική απάθεια, ούτε νερό δεν έχει να τα ξεδιψάσει, έτσι είναι η ζωή μάγκες ψιθυρίζει, καθώς ακούει τους γοργούς χτύπους της καρδιάς της που χοροπηδάει σαν μωρό στο άστρωτο πάτωμα ντουπ ντουπ ντουπ. Γύρω όλα  διακρίνονται ολοκάθαρα. Με σαφήνεια και κάθε λεπτομέρεια κάτω απ’ το άπλετο φως, οι κορφές απ’ τα κυπαρίσσια μέχρι και το τελευταίο κλωναράκι ψηλά ψηλά που σκύβει προς τα κάτω φοβισμένο ψάχνοντας την επαφή του με τη μακρινή ρίζα, οι κεραίες και οι βρόμικες τέντες στα διαμερίσματα, τα ρούχα που μπαρουτιάζουν στα σχοινιά, οι αυλές με τα αφημένα αποφάγια.  Μέσα σ’ αυτήν τη μουγκή αναμπουμπούλα, το νιώθεις πως κάτι μαγειρεύεται. Μια γενικευμένη σκανδαλιάρικη διάθεση που θα ξαμοληθεί από στιγμή σε στιγμή και θα τα παρασύρει όλα. Μπορεί να μπερδεύεται. Να νομίζει πως η δική της αταξία εκφράζει τον κόσμο ολάκερο. Να πιστεύει αφελώς πως αυτό που θέλει να συμβεί, συμβαίνει στ’ αλήθεια. Ίσα ίσα. Μπορεί όλοι να κάθονται φρόνιμα και να λαθεύει άσχημα. Λιάζονται ήσυχα στην ψάθα της θάλασσας, σηκώνουν τα τηλέφωνα στο μαγαζί, κλείνουν εισιτήρια για το νησί, αλλάζουν τα λάστιχα, ξοφλάνε τις δόσεις, πλένουν τα πιάτα. Άλλοι θα περιφέρονται με παγωμένο καφέ από δωμάτιο σε δωμάτιο με τον ανεμιστήρα να ξεκουφαίνει τον Αύγουστο, θα μελετάνε για καμιά κρίσιμη εξέταση εξασφάλισης σπουδαίου μέλλοντος, θα μασάνε παγάκια. Συγκροτημένα πράματα.

Σε κάθε περίπτωση βαδίζει ακόμα. Μόνη. Όλοι την κοιτάζουν. Δεν είναι ιδέα της. Την κοιτάζουν. Την κόβουν πατόκορφα. Την παίρνει ξώφαλτσα η σαϊτιά και η συνομωσία τους. Οι ξεθυμασμένοι ιβίσκοι, οι σκουριασμένες καγκελόπορτες, τα παρκαρισμένα μηχανάκια, τα σπασμένα πεζοδρόμια, ο γαλάζιος ουρανός που δεν ξέρει να πει από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Φυλάνε μυστικό. Σαν κάτι να ξέρουν. Όχι κάτι απλό. Όχι κάτι γνωστό. Όπως ότι με το που θα μπει στο σπίτι θα ανάψει τσιγάρο. Ούτε ότι θα μαγειρέψει φασόλια χάνδρες για μεσημεριανό. Ούτε καν πως θα πιάσει τα μαλλιά της ψηλά να δροσιστεί ο υγρός της σβέρκος. Κάτι άλλο που δεν ξέρει. Που δεν φαντάζεται, που δεν περιμένει. Την κοιτάζουν επίμονα. Μετράνε το βήμα της. Λογαριάζουν τη δύναμή της. Καθώς προσπερνάει τα βλέμματα και συνεχίζει αγέρωχη ίσια πάνω και πέφτει σε άλλα βλέμματα, μια ανάμνηση  συναισθήματος την κατακλύζει. Έφηβη βγαίνει πρώτη φορά απ’ το σπίτι μόνη της βόλτα. Τα κτήρια, οι δρόμοι, τα παγκάκια, οι βιτρίνες, τα σβησμένα φώτα, το μάτι της μάνας της πίσω απ’ την κουρτίνα. Όλα ξέρουν, όλα αντιλαμβάνονται, όλα περιμένουν. Το καλοκαίρι αυτό μυρίζει αλλιώτικα.

 

2 thoughts on “ξέρω τι θέλεις

  1. Dan

    Πάρα πολύ δυνατή γραφή, τόσο ζωντανή και αληθινή..
    Μπορώ να νιώσω το καλοκαίρι, τις επιθυμίες, το σιγόβρασμα, την αναμονή..
    Ίσως το αγαπημένο μου κείμενο μέχρι στιγμής!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.