νυχτερινό δρομολόγιο
Επιτέλους, ανέβηκε. Μετά από τόση ώρα που περίμενε στην παγωνιά, ένιωσε τη θέρμη από τα σφαλιστά παράθυρα, τον κόσμο που ανάσαινε βαριά και το καλοριφέρ που δούλευε στο τέρμα να φέρνουν στο πρόσωπό της ένα γλυκό μούδιασμα. Είχε νυχτώσει από νωρίς και μια αχλύ κόπωσης είχε τυλίξει τα πάντα, όπως συμβαίνει συνήθως στο τέλος κάθε απλής χειμωνιάτικης μέρας. Οι άνθρωποι ντυμένοι μουντά, τα πρόσωπά τους χλωμά και στα θαμπά μάτια τους η βεβαιότητα πως ο χρόνος τους χαράζει με μια επίγνωση δίχως θαύματα, έλλειψη έκπληξης, στέρηση προσδοκίας. Έριξε το κέρμα στη σχισμή και περίμενε το εισιτήριο, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία στα απότομα φρεναρίσματα και ξεκινήματα του οδηγού που προστατευμένος στο γυάλινο κουβούκλιο έριχνε κλεφτές ματιές απ’ τον καθρέφτη στο κορίτσι περιμένοντας μήπως πλησιάσει στα μπροστινά καθίσματα. Όντως, πλησίασε. Του είπε απολογητικά πως το εκδοτικό μηχάνημα ήταν μάλλον χαλασμένο, κατάπιε τα χρήματα και το εισιτήριο δεν εμφανίστηκε όσες φορές κι αν πάτησε τα κουμπιά. Γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε. Το άρωμά της τον ζάλισε ευχάριστα και είδε πως τα χείλη της ήταν βαμμένα σ’ ένα βαθύ κερασί χρώμα. Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα για να τα παρατηρήσει όλα αυτά και για να της απαντήσει χαμογελώντας πως δεν πείραζε, αν ανέβαινε ο ελεγκτής, θα του εξηγούσε εκείνος. Η κοπέλα ευχαριστήθηκε. Σκέφτηκε πως υπάρχουν ακόμη ευγενικοί άνδρες και ίσως αυτός ο άνδρας να της μίλησε ευγενικά όχι μόνο επειδή ήταν όμορφη και νέα. Αποφάσισε να μείνει κοντά του. Κοντοστάθηκε λίγο, αλλά αμέσως νιώθοντας μια ξαφνική ντροπή σαν κάποιος να φωτογράφισε την σκέψη της, μετακινήθηκε λίγο και στηρίχτηκε με την άκρη του κορμιού της, γέρνοντας ελαφρά, στην πρώτη θέση που βρισκόταν πίσω δεξιά του. Το λεωφορείο τράβηξε προς τα πάνω. Άκουσαν τη μηχανή να ασθμαίνει στην απότομη ανηφόρα, πέρασαν απ’ το στάδιο, έμπλεξαν σε κίνηση, ώσπου σταμάτησαν μπροστά απ’ τη μεγάλη εκκλησία. Δίπλα, το φανταχτερό χριστουγεννιάτικο πάρκο. Λαμπιόνια παντού, κιόσκια με μικροπωλητές, κανάτες με ζεστό κρασί, άγρια βότανα, λουκουμάδες αχνιστοί και ζεστά τηγανιτά ψωμάκια. Μια ανεξήγητη φούρια ανάμεσα στο πλήθος, μουσική, φωνές, γέλια, κορναρίσματα. Το κορίτσι και ο οδηγός στράφηκαν προς τη γιορτή, αφαιρέθηκαν. Βαβούρα πολλή, ταξί φορτωμένα, πεζοί που ξετρύπωναν από κάθε γωνιά, κάποια στιγμή η ροή επανήλθε, ξεκίνησαν. Καθώς προχωρούσαν, όλο και περισσότερος κόσμος κατέβαινε. Οι δυο τους αντάλλαζαν ματιές δίχως να μιλάνε, παρότι ήταν εύκολο. Έτσι συμβαίνει συνήθως, να συνομιλούν οι άνθρωποι που συναντιούνται με κάτι τέτοιες αφορμές τυχαία, αλλά εκείνοι έδειχναν να τους κεντρίζει μόνο το βλέμμα και να πηγαίνουν στη σιωπή, βυθισμένοι στις σκέψεις τους, δίχως να έχουν την διάθεση να κουβεντιάσουν. Ο δρόμος άνοιγε καθώς σταδιακά απομακρύνονταν απ’ το κέντρο με τα δεκάδες καταστήματα, τις μπουτίκ, τα στέκια για πρόχειρο φαγητό, τις μπιραρίες, τις καφετέριες, τα μπακάλικα, τα εφημεριδοπωλεία. Κατευθύνονταν ανατολικά, στις παρυφές της πόλης, όπου υπήρχαν σπίτια μοναχικά, λόφοι με κυπαρίσσια και μικρές βιοτεχνίες χαμηλής όχλησης κλειστές εδώ και ώρα. Ησυχία. Έστρεψε το κεφάλι της και διαπίστωσε πως ήταν η μοναδική επιβάτης τώρα. Το αυτοκίνητο έτρεχε στο οδόστρωμα νευρικά και μια κρούση αδρεναλίνης την κλόνισε χαμηλά στην κοιλιά επιταχύνοντας βίαια τον καρδιακό της χτύπο. Έπαιρνε κι άλλη φόρα. Κανείς δεν υπήρχε για να πατήσει το κουδούνι και να βγει και σε κανένα σημείο κατά μήκος του σκοτεινού δρόμου δεν περίμενε κάποιος. Πλάι στην άσφαλτο ένας πωλητής χριστουγεννιάτικων δέντρων σήκωνε όρθια τα μικρά έλατα που ‘χαν πέσει απ’ τον άνεμο, η φωτεινή γιρλάντα πάνω απ’ την υπαίθρια έκθεση ταλαντωνόταν με κάθε φύσημα και οι λάμπες λικνίζονταν στο βοριά που δυνάμωνε στην ανοιχτωσιά ακόμη παραπάνω. Όταν μπήκαν στο νέο δρόμο που οδηγούσε στο νοσοκομείο δεν κυκλοφορούσε ούτε γάτα. Ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν όλον αυτόν τον κύκλο, γιατί μπορεί να βρίσκονταν εργαζόμενοι ή επισκέπτες στην στάση, άνθρωποι που ήθελαν να μετακινηθούν και δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Για να φτάσει στον προορισμό της, έπρεπε να ακολουθήσει υπομονετικά όλη την προγραμματισμένη πορεία. Συνηθισμένο. Ωστόσο, κάτι ακαθόριστο την τάραζε απόψε, κάτι που, όσο κι αν προσπαθούσε να κατευνάσει, δεν υποχωρούσε. Το αστικό έτρεχε ιλιγγιωδώς. Τι στο καλό, σκέφτηκε, φαίνεται πως αυτός ο ταλαίπωρος θέλει να πάει όσο το δυνατόν γρηγορότερα σπίτι του. Ίσως η γυναίκα του του ‘χει τάξει κάτι πολύ νόστιμο γι’ απόψε. Έξω απ’ το νοσοκομείο ψυχή. Δεν άνοιξαν καν οι πόρτες. Μα αντί να πάρει ο οδηγός τη στροφή και να φύγει αριστερά προς τον τερματικό σταθμό, για να αφήσει και τον τελευταίο, συνέχισε με την ίδια ορμή ευθεία. Το κορίτσι αιφνιδιάστηκε. Ήθελε απεγνωσμένα να μάθει πού πηγαίνουν, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει. Ο άνδρας δεν την κοιτούσε καν. Έμοιαζε υπνωτισμένος. Πατούσε το γκάζι αφηνιασμένα μέσα στην έρημη νύχτα, όπου παραφυλούσαν όλα τα εφιαλτικά ενδεχόμενα, εκεί όπου οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Βουβό κενό. Έξω διακρίνονταν αχνά οι σιλουέτες των ψηλών δέντρων, στο βάθος του θόλου μια υποψία λάμψης από φεγγάρι που δείλιασε να φανερωθεί και μπροστά μόνο η κοντόφθαλμη λευκή δέσμη απ’ τα αναμμένα φανάρια. Άφησε έναν αναστεναγμό να της ξεφύγει και παραδομένη στον απόλυτο φόβο για το άγνωστο που ένιωθε να την απειλεί, λιποθύμησε. Μέσα στην εσωτερική της πάλη, μια διφορούμενη στιγμή ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, αισθάνθηκε πως βρισκόταν στα χέρια ενός άνδρα με κοντοκουρεμένα μαλλιά και ξυρισμένα μάγουλα, λευκό πουκάμισο και γυρισμένες μανσέτες, όμορφος της φαινόταν πως ήταν, να την οδηγεί στο δάσος, κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι των νυχτερίδων, τα βήματά του να βουλιάζουν σε παχύ στρώμα από κίτρινα φύλλα και φρέσκο χώμα, η γη υγρή και κρύα, να κουλουριάζεται για να ζεσταθεί κι εκείνος να της ψιθυρίζει πως θα την λούσει σε μια πηγή απ’ όπου το νερό κυλάει στο ποτάμι ζεστό, καθώς ατμοί χορεύουν στις όχθες του, μαύρες πεταλούδες στολίζουν τα γυμνά κλαδιά και το τραγούδι των πουλιών είναι τραγουδισμένο για χάρη της κι αστείρευτο.
- ειδάλλως
- το τρυπάνι