το τρυπάνι
Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα, όταν ήρθε μια απόρριψη για ένα κείμενο μου από ένα εκ των πολλών κουλτουριάρικων ηλεκτρονικών περιοδικών της μοδός. Η ένταση πασπαλισμένη παντού είχε γαρνίρει μέχρι και τους κουραμπιέδες, οργή με σιρόπι φαρμάκι στα μελομακάρονα και στο σπίτι απ’ το πρωί καβγάς και φασαρία.
«Με σφάξατε με το γάντι, κύριε, αλλά δε θα αιματοκυλήσω, γιατί διαφωνώ 100% με τη γνώμη σας». Αυτό ήθελα να του γράψω, αλλά πάλι ως συνήθως, έγραψα κάτι άλλο ευγενικό και πολιτισμένο, ως ένδειξη ανωτερότητας και τακτ. Μετά την ψυχρολουσία της φράσης «έχω επιφυλάξεις, το κείμενό σας, γέρνει προς την αισθηματική λογοτεχνία, συγγνώμη αν σας στενοχωρώ, αλλά δεν μπορώ να πω ψέματα», μπήκα στο σάιτ του περιοδικού να δω τι στο διάβολο αναρτά. Πέφτω πάνω σε δυο χριστουγεννιάτικα γιορτινά και αισιόδοξα κειμενάκια, το πρώτο για έναν Άγιο Βασίλη παιδόφιλο που του σηκωνόταν με το που ανέβαιναν στα πόδια του τα παιδάκια να του χαϊδέψουν τη γενειάδα ή του ζουπήξουν την κοιλιά και το άλλο για έναν δολοφόνο με κάλο στον εγκέφαλο, αμερικάνικες νύχτες με φώτα νέον στους έρημους δρόμους, κυνηγητά, πιστολίδια, γαμωσταυρίδια και λοιπά. Εντάξει, σκέφτηκα, μπροστά σ’ αυτό το σκληρό ροκ, το δικό μου κείμενο είναι πονηρό παραμύθι για κοριτσάκια που αυνανίζονται στο κρεβάτι τους κάτω απ’ την κουβέρτα να μην τα δει η μαμά. Αλλά, τέτοιο κείμενο ήθελα να γράψω, τέτοιο έγραψα και τέλος η κουβέντα. Το έγραψα και το έστειλα με σιγουριά. Σίγουρη? Κι όμως. Λίγες μέρες πριν είχα λάβει ένα μήνυμα από κάποιον ψυχολόγο κοινωνιολόγο του εξωτερικού που έλεγε: «μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεστε. Έχετε ταλέντο στις αντιφεμινιστικές φαντασιώσεις των γυναικών. Θα ήθελα να μεταφράσω το βιβλίο σας σε αγγλικά και γαλλικά». Λαμβάνω συχνά πολλά όμορφα μηνύματα. Κι αυτό ήταν πολύ όμορφο. Ένιωσα να γεμίζω αυτοπεποίθηση. Λιγώθηκα από χαρά. Πήρα τα πάνω μου. Αλλά τα Χριστούγεννα ακολούθησε αυτό. Είναι τρομακτικό πόσο υποκειμενικός είναι ο τρόπος με τον οποίο σε βλέπει ο αναγνώστης. Πόσο ευάλωτος είσαι μπροστά του. Πόσο ασήμαντος για έναν ή πόσο σημαντικός για άλλον. Αλλά δεν είσαι ευάλωτος. Μοιάζεις. Άπαξ και γράψεις κάτι και το εκθέσεις, είσαι πολύ δυνατός. Μιλούσα μ’ έναν διακεκριμένο συγγραφέα τις προάλλες που μεταξύ πολλών επεσήμανε: να μην ασχολείσαι με τους άλλους, κάνε το δικό σου με τον τρόπο σου.» Έτσι σωστά και λογικά μιλούν οι φτασμένοι, σκέφτηκα. Ξεχνούν όμως ίσως πόσο εξαρτήθηκαν από τους άλλους μέχρι να φτάσουν εδώ. Και αναφέρομαι στην εξάρτηση από το σύστημα και τον κάθε συστημικό. Μακάρι να είχα τη λύση, να μπορούσα να δημοσιεύω ό, τι θέλω, έξω από περιοδικά, εκδοτικούς οίκους, πληρωμένα βήματα. Να μπορούσα να μοιράζω την σκέψη μου στον κόσμο δίχως μεσίτες, πατρόνες, καταξιωμένους βιβλιοκριτικούς, ιεροεξεταστές της τέχνης. Κι ας αποφασίζει εκείνος. Ελεύθερα και απλά. Τίποτα δε γίνεται ελεύθερα κι απλά. Όλα θέλουν στήσιμο και πόζα. Προμόσιον και διπλωματία. Βαρέθηκα. Κουράστηκα. Κάπου θα βρεθεί κάποιος από τους κλειδοκράτορες να κλείσει την πόρτα. Να στήσει φράχτη. Να τρέμει μη βγω στο ξέφωτο. Τα λέω γι’ αυτούς που ξέρουν πού είναι τα κλειδιά με τα οποία δραπετεύω απ’ το escape room. Εκεί όπου είμαι εγκλωβισμένη κι όπου ο μόνος τρόπος να με παρατηρούν είναι μια κρεμαστή κάμερα σε μια γωνιά. Όποια χαραμάδα έξυπνη κι αν ανακαλύψω, κάποια εσοχή, ένα ντουλάπι κρυφό, μια καταπακτή στο πάτωμα, μια τρύπα πίσω απ’ το κάδρο στον τοίχο, ό, τι κι αν σκαρφιστώ, πάλι δεν βρίσκω την έξοδο. Και παραμένω εδώ. Σ’ αυτό το τυφλό δωμάτιο που δεν βλέπει σε κανένα βουνό ή παγωμένη θάλασσα, δεν έχει πουθενά αντηλιά ή λάμψη από το φεγγαρόφωτο κι αφήνω το κλειδί να μένει στην κρυψώνα του αφανέρωτο. Ωχ, ας πάει στα τσακίδια το σκουριασμένο κλειδί τους. Κατασκευάζω ένα τρυπάνι μόνη μου. Παίρνω μολύβι και χαρτί, τον υπολογιστή μου και με νύχια βαμμένα με μανό γκλίτερ χιονάτο ένεκα των ημερών, γκρεμίζω τα τούβλα, χτυπάω τα πλήκτρα, σβήνω, γράφω, λιώνω τα σίδερα με τις λέξεις, τις μυαλοκουβέντες και τα συναισθηματικά παραληρήματα, τις κοριτσίστικες φαντασιώσεις μου, τις αντιδημοφιλείς ιδέες και τα αφελή για ορισμένους παιχνίδια μου, γιατί δεν είμαι ο Αϊ-Βασίλης με το μούσι κάγκελο, αλλά η μικρή που ανεβαίνει στην ποδιά του, και σ’ όποιον αρέσω.
- νυχτερινό δρομολόγιο
- κοινός τόπος