Κάποιοι έχουν την εντύπωση πως είσαι έτοιμος να ξεπουληθείς με την πρώτη ευκαιρία στα παζάρια. Να κρεμαστείς στους αυτοσχέδιους γάντζους από σίδερο, να σε πηγαινοφέρνει ο άνεμος, να γίνεις κοινό εμπόρευμα του τέλους εποχής. Θαρρούν πως είναι απλό και εύκολο. Υπόθεση στιγμής. Όσο να αναποδογυρίσει στον πάγκο ένα καλάθι ρούχα. Σε ρίχνουν κακό μακό στη σούμα με τ’ απομεινάρια. Θέλουν ν’ αφεθείς δίχως αντίρρηση στο σκόντο του πονηρού πραματευτή. Άλλο χέρι να σε τραβάει από δω, άλλο από κει. Άλλο θα το σκεφτεί λίγο αν του χρειάζεσαι, θα αποφασίσει ναι, μετά θα αλλάξει γνώμη για να σ’ αφήσει κουλουριασμένο πίσω. Κάποιος ενίοτε επιθυμεί να σε βάλει στη σακούλα για μια τιμή κιλού ανάλογη μ’ ένα τσίτι. Κι επειδή θέλουν να σε χειρίζονται, αναρωτιούνται επίμονα τι κρύβεις άραγε πίσω απ’ το στεγανό ύφασμά σου. Πίσω απ’ το αδιάβροχο υλικό, το αδιαφανές, αυτό με τα σημάδια, τις τσάκες, τις στραβές ραφές και τα χίλια δυο τραβήγματα, το άχρωμο πανί από κύτταρα, αυτό που καλύπτει μ’ επιτυχία την καρδιά και που δεν την ακούν δίχως προσπάθεια, παρά μονάχα αν πλησιάσουν μ’ ελεύθερο αυτί κι αφουγκραστούν τους χτύπους. Σκοντάφτω τέτοιους καιρούς σε κάτι πανέρια με εκπτώσεις ζωής μεγάλης ευκαιρίας. Διακρίνω απ’ το σωρό πλεχτούς…
Read more
Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα, όταν ήρθε μια απόρριψη για ένα κείμενο μου από ένα εκ των πολλών κουλτουριάρικων ηλεκτρονικών περιοδικών της μοδός. Η ένταση πασπαλισμένη παντού είχε γαρνίρει μέχρι και τους κουραμπιέδες, οργή με σιρόπι φαρμάκι στα μελομακάρονα και στο σπίτι απ’ το πρωί καβγάς και φασαρία. «Με σφάξατε με το γάντι, κύριε, αλλά δε θα αιματοκυλήσω, γιατί διαφωνώ 100% με τη γνώμη σας». Αυτό ήθελα να του γράψω, αλλά πάλι ως συνήθως, έγραψα κάτι άλλο ευγενικό και πολιτισμένο, ως ένδειξη ανωτερότητας και τακτ. Μετά την ψυχρολουσία της φράσης «έχω επιφυλάξεις, το κείμενό σας, γέρνει προς την αισθηματική λογοτεχνία, συγγνώμη αν σας στενοχωρώ, αλλά δεν μπορώ να πω ψέματα», μπήκα στο σάιτ του περιοδικού να δω τι στο διάβολο αναρτά. Πέφτω πάνω σε δυο χριστουγεννιάτικα γιορτινά και αισιόδοξα κειμενάκια, το πρώτο για έναν Άγιο Βασίλη παιδόφιλο που του σηκωνόταν με το που ανέβαιναν στα πόδια του τα παιδάκια να του χαϊδέψουν τη γενειάδα ή του ζουπήξουν την κοιλιά και το άλλο για έναν δολοφόνο με κάλο στον εγκέφαλο, αμερικάνικες νύχτες με φώτα νέον στους έρημους δρόμους, κυνηγητά, πιστολίδια, γαμωσταυρίδια και λοιπά. Εντάξει, σκέφτηκα, μπροστά σ’ αυτό το σκληρό ροκ, το δικό μου κείμενο είναι πονηρό παραμύθι για κοριτσάκια που αυνανίζονται στο…
Read more
Επιτέλους, ανέβηκε. Μετά από τόση ώρα που περίμενε στην παγωνιά, ένιωσε τη θέρμη από τα σφαλιστά παράθυρα, τον κόσμο που ανάσαινε βαριά και το καλοριφέρ που δούλευε στο τέρμα να φέρνουν στο πρόσωπό της ένα γλυκό μούδιασμα. Είχε νυχτώσει από νωρίς και μια αχλύ κόπωσης είχε τυλίξει τα πάντα, όπως συμβαίνει συνήθως στο τέλος κάθε απλής χειμωνιάτικης μέρας. Οι άνθρωποι ντυμένοι μουντά, τα πρόσωπά τους χλωμά και στα θαμπά μάτια τους η βεβαιότητα πως ο χρόνος τους χαράζει με μια επίγνωση δίχως θαύματα, έλλειψη έκπληξης, στέρηση προσδοκίας. Έριξε το κέρμα στη σχισμή και περίμενε το εισιτήριο, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία στα απότομα φρεναρίσματα και ξεκινήματα του οδηγού που προστατευμένος στο γυάλινο κουβούκλιο έριχνε κλεφτές ματιές απ’ τον καθρέφτη στο κορίτσι περιμένοντας μήπως πλησιάσει στα μπροστινά καθίσματα. Όντως, πλησίασε. Του είπε απολογητικά πως το εκδοτικό μηχάνημα ήταν μάλλον χαλασμένο, κατάπιε τα χρήματα και το εισιτήριο δεν εμφανίστηκε όσες φορές κι αν πάτησε τα κουμπιά. Γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε. Το άρωμά της τον ζάλισε ευχάριστα και είδε πως τα χείλη της ήταν βαμμένα σ’ ένα βαθύ κερασί χρώμα. Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα για να τα παρατηρήσει όλα αυτά και για να της απαντήσει χαμογελώντας πως δεν πείραζε, αν…
Read more
Χαρίζομαι στη μοναχικότητα. Τούτη η ανάγκη απλώνεται μέσα μου σαν την υγρασία της χειμωνιάτικης νύχτας. Θολώνει τις λάμπες των δρόμων, σκουραίνει το χώμα, νοτίζει τα βλέφαρα. Γλιστράω στην επαφή όπως τα νύχια των περιστεριών στα βρεγμένα πεζούλια. Χάνω την ισορροπία. Η επικοινωνία με ταλαιπωρεί, μου είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο. Να απαντώ στις ερωτήσεις. Να δίνω εξηγήσεις. Ποια είμαι και γιατί είμαι αυτή. Γιατί συνέβη αυτό και δε συνέβη το άλλο. Με τον εαυτό μου δεν μιλάμε για αυτονόητα. Απολαμβάνουμε τη βουή των αυτοκινήτων που κινούνται αδιάκοπα στη λεωφόρο. Τις καμπάνες που φτάνουν στ’ αυτιά μας ξέπνοα. Κοιτάζουμε πέρα τα αεροπλάνα και στοιχηματίζουμε για τις διαδρομές, από πού έρχονται και πού πηγαίνουν. Σχεδιάζουμε ταξίδια. Βάφουμε ένα έπιπλο στη σιωπή, τρώμε λαίμαργα τα μακαρόνια. Στεγνά πράγματα. Αυτά με τον κόσμο, εννοώ. Πληκτικές ιστορίες. Στερεότυπα αφυδατωμένα. Όχι, δεν θέλω να χάνω έτσι χρόνο. Μετρώ τις μοναχικές μου ώρες. Πολλές, όμορφες ώρες. Αχνίζει ο καφές, σκορπίζει το άρωμά του στα δωμάτια. Τον πίνω αμίλητη, σκεφτική, ονειροπόλα. Γράφω στην ησυχία. Διαβάζω και με παίρνει ο ύπνος στη μέση της σελίδας. Δεν βαριέμαι, καθόλου δεν βαριέμαι. Τους άλλους βαριέμαι. Το ότι δεν ξέρουν πως αυτό που βλέπουν, δεν είναι όλο αυτό που είμαι. Το ότι μ’…
Read more
Περιορίζομαι στις πτήσεις εσωτερικού εναέριου χώρου. Στις μικροϋποθέσεις, στους ελάχιστους ανθρώπους που με ξέρουν άβαφη, στα λίγα τετραγωνικά του διαμερίσματός μου. Σαν τις κυκλοτερείς σούρες στις χειμωνιάτικες μπότες, περιστρέφομαι ξανά και ξανά γύρω απ’ το σώμα μου, τις σκέψεις μου, τα βήματά μου. Όλο και περισσότερο κονταίνει το ενδιαφέρον μου για κάθε τι ξένο. Να γυρίζω την πλάτη στα μεγάλα γεγονότα, τις σοβαρές ειδήσεις, τα πλατιά θέματα. Στέκομαι έξω, σε μια βεράντα, κοιτάζω τη λεωφόρο. Ο ήχος των αυτοκινήτων σχεδόν με νανουρίζει. Η κίνηση των τροχών φτάνει σε μένα ανώδυνα, δίχως να ξέρω την παραμικρή λεπτομέρεια, καμιά από τις προθέσεις, τον προορισμό, τις επιθυμίες ή τις έννοιες των ανθρώπων. Η επαναλαμβανόμενη ροή μιας απόμακρης ζωής είναι διακριτική συντροφιά εκεί που στέκομαι, μόνη, στην υγρή μου βεράντα. Ό, τι με ζυγώνει χωράει σ’ ένα τόσο δα κάδρο. Η οικογένεια, να βουτήξω τα πόδια μου στα κίτρινα φύλλα των βουνών, μια Κυριακή με ακριβούς φίλους, τα γραπτά μου. Είναι και τα βιβλία. Χαρίζω τη νύχτα μου στην αβάσταχτη πείνα του Χάμσουν, στον καταδικασμένο έρωτα της Κόυν για τον Ροτ, στους εκκολαπτόμενους τρομοκράτες του Μπινμπίν, ενώ τόσες απτές πραγματικότητες πείνας, ερώτων, εγκλημάτων μου κλέβουν τη μέρα. Κάτι δεν αρκεί μάλλον. Όσο ξεχύνεται, τόσο…
Read more
“… Φσσς…ένα σφύριγμα ξύπνησε τα τζιτζίκια μες στο καυτό μεσημέρι και σήκωσε απ’ το κρεβάτι τις γύρω περιέργειες που λαγοκοιμόντουσαν με μισόκλειστο βλέφαρο και μισάνοιχτο χείλι φυλώντας τσίλιες πίσω απ’ τις γρίλιες. Σήκωσα το κεφάλι απ’ το βιβλίο και τον είδα να στέκεται στο κάγκελο του μπαλκονιού του και να με κοιτάζει με δυο μαύρα ζωίσια μάτια και δυο ακόμη πιο ζωίσια μαύρα φρύδια. Ζωίσια ναι. Παραμερίζω τη φιλολογία. Την παραμερίζω εντελώς. Πολύ σμιχτά φρύδια. Πολύ σμιχτές λέξεις. Με κουτούλησαν οι σκέψεις πριν προλάβω να τις βάλω σε σειρά. Ζαλίστηκα. Μου ‘πεσε το βιβλίο απ’ τα χέρια. Θέλεις να μου προσφέρεις έναν καφέ, θεά της ομορφιάς? Το ψιθύρισε σχεδόν και δεν χαμογελούσε διόλου. Μέχρι να σηκωθώ, είχε ήδη φτάσει στη βεράντα. Λες και πήδηξε μια νηστική μαϊμού ανάμεσα στα δέντρα, να φτάσει γρήγορα στις ώριμες μπανάνες που κρέμονταν έτοιμες. Πότε επιτέλους θα κάνεις την επανάστασή σου? Με ρώτησε σαν να το μελετούσε ώρα και ξαφνιάστηκα, κόντεψα να χύσω πάνω του τον καφέ και να τον κάψω. Τι εννοείτε? Ο πληθυντικός μου έλειπε, αλλά μου βγήκε αυτόματα μέσα στην αγωνία μην προδώσω τον πόθο και την κραυγή για οικειότητα. Τα έκανα χειρότερα, φυσικά. Όταν οι άλλοι αντιλαμβάνονται πως αυτό που εκφράζεις…
Read more
Αύριο θα ετοιμάσω βαλίτσες για να κατηφορίσω. Δεν ξέρω πού θα καταλήξω, αλλά το πρωί της Πέμπτης θα βγω στο μεγάλο δρόμο. Πίσω ο χειμώνας ήταν δύστροπος και κυνικός. Εκδικητικός, καλύτερα. Συνέβαιναν φανταστικά σενάρια, που όμως ξεπερνούσαν κατά πολύ τη φαντασία κι έτριβαν την πραγματικότητα στη μούρη, παγιώνοντας το τετελεσμένο. Ανάμεσα στα τόσα, δύο γεγονότα κυριολεκτικά με ξεπέρασαν. Δύο θάνατοι νέων γυναικών, που τις γνώριζα πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Η μία έφυγε από αρρώστια του σώματος, η άλλη από νόσο της ψυχής. Η πρώτη μην μπορώντας να κάνει κάτι για να αποτρέψει το τέλος, η δεύτερη σχεδιάζοντάς το με κάθε λεπτομέρεια και δίνοντάς το η ίδια μια επετειακή μέρα. Θα ‘θελα να μη θυμάμαι τίποτα απ’ όλα αυτά, να μην είχαν συμβεί ποτέ, να περιμένω με τα καινούργια πασχαλιάτικα παπούτσια αφόρετα στην είσοδο τις βόλτες και τα πρώτα παγωτά δίπλα στην ήρεμη θάλασσα. Όμως δε γίνεται. Όσο κι αν προσπαθώ να απωθήσω τα γεγονότα, τόσο αυτά σαν μάλλινες κουβέρτες, που τις πατίκωσες στην ντουλάπα διώχνοντας τη βαρυχειμωνιά, σπρώχνουν προς τα έξω με επιμονή τον όγκο τους και ξεκαπακώνουν θορυβωδώς τη θλίψη και τον πόνο. Τι κι αν περνάει ο χρόνος και στρώνει ξανά την άσφαλτο, αν οι εποχές εναλλάσσονται, αν…
Read more
Περπατούσε δίχως ομπρέλα κι είχε γίνει μούσκεμα. Ένα κίτρινο κατσαριδάκι αγκομαχούσε και μέχρι να περάσει, περίμενε με νευρικό τρέμουλο και στραβά μούτρα. – Άντε, κυρ Μέντιο, κουνήσου πια! Το σαράβαλο, που κούτσαινε σαν γέρικο γαϊδούρι στην άσφαλτο, της άδειασε χώρο κι αμέσως επιτάχυνε το βήμα. Ήταν κάτι μέρες ανισόρροπες που ξεκινούσαν με λιακάδα και κατέληγαν σε νεροποντή. Είχε τραβήξει ζόρι, η αλήθεια. Όχι για τον καιρό και τις κυκλοθυμίες του. Καμία σχέση. Αλλά να, δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τα συναισθήματα. Με το που μπήκε σπίτι χτύπησε τηλέφωνο. Η φωνή της τηλεφωνήτριας εφιαλτικός αντίλαλος που δεν ξεθύμαινε. Τα νεύρα της κουδούνισαν σαν περιλαίμια κατσίκας. – Δε χρειάζομαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Μη μου ξανατηλεφωνήσετε. Άκουσε το απέναντι ακουστικό να κλείνει θιγμένα και τη συνομιλία να κόβεται απότομα πριν ολοκληρωθεί ο συνήθης χαιρετισμός που τερματίζει τα τυπικά τηλεφωνήματα. Έσυρε τα εξ αμάξης. Καταφχαριστήθηκε. Βρισίδι ίσον λύτρωση. Ό, τι σκουπίδια κουβαλάς, σηκώνεις την καρότσα και τα ρίχνεις έξω. Ό, τι σκατά μαζεύεις, τα πετάς στον ξένο βόθρο και καθαρίζεις το τοπίο. Απίστευτη ανακούφιση. Λίγο αργότερα έπινε τσάι στη σιωπή, όπου το μόνο που ακουγόταν ήταν η σταγόνα της ξεχαρβαλωμένης βρύσης στην κουζίνα. Ωστόσο, χτυπούσαν ακόμα τα μηνίγγια. Έκαιγαν τα πέλματα. Σιγόκαιγαν τα…
Read more
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πιάσαμε Χριστούγεννα. Φτάσαμε στο ’17. Το σκέφτομαι και κάτι με πιάνει. Αλλά και τι με πιάνει? Τι ήθελα δηλαδή από τα περασμένα χρόνια? Τι λιμπίστηκα? Που έπαιρνα τη συμμαθήτριά μου στο τηλέφωνο, έμενε στον ίδιο δρόμο λίγο παρακάτω, αν έβγαινα στο μπαλκόνι και τη φώναζα καλύτερα θα συνεννοούμουν, η φωνή της ερχόταν απ’ το φεγγάρι θαρρείς, κάθε λίγο να καλώ το μηδέν και να μη βγαίνει άκρη? Ή να βλέπω τη μάνα μου μ’ εκείνες τις βάτες τις διαστημικές, την ασημένια σκιά στα βλέφαρα και το περλέ βερνίκι στα νύχια? Λες να μου λείπει η εξεταστική, που για να μπω στο δωμάτιο της αδερφής μου έπρεπε να περάσω από μια λίμνη χαρτούρας και για να της πω μια κουβέντα έπρεπε να είναι μικρότερη από πέντε λέξεις και να μη διαρκεί περισσότερο από δέκα δεύτερα? Εγώ με την εξεταστική μου δεν είχα κάποιο πρόβλημα, δεν είχα πολλά πάρε δώσε. Μπορεί να είμαι μαζόχα και να θέλω να αναβιώσω την αγωνία του τι θα κάνω μόλις πάρω το πτυχίο, πού θα βρω δουλειά, πόσα θα βγάζω το μήνα, αν θα έχω τη θέση μου στην κοινωνία. Αποκλείεται να ισχύουν όλα αυτά. Αποκλείεται να ισχύουν. Τίποτα τέτοιο δε…
Read more
Τα στολισμένα διαμερίσματα απέναντι είναι παγίδα. Λαμπάκια παντού. Μέσα έξω. Αναβοσβήνουν εναλλάξ. Δίνουν εντύπωση πως στους καναπέδες αράζουν ήρεμοι άνθρωποι με τα προβλήματα λυμένα, τα πόδια απλωμένα στο τραπεζάκι, η τηλεόραση να παίζει χαρούμενα προγράμματα, στο φούρνο να σιγοψήνεται τάρτα μαρμελάδα, μια γάτα να περιφέρεται νωχελικά από δωμάτιο σε δωμάτιο κι αν το τηλέφωνο χτυπήσει θα είναι μόνο για καλό. Εδώ είναι διαφορετικά τα πράγματα. Δε με χωράει ο τόπος. Το μάρμαρο γυμνό και άστρωτο, τα βιβλία το ένα πάνω στο άλλο στα ράφια, στο πάτωμα σ’ ετοιμόρροπους πύργους χίλια δυο πράγματα, το τραπέζι βρόμικο και άδειο, σκόνη παντού. Ψάχνω ταξίδι, να φύγω. Το Εδιμβούργο φαντάζει παραμυθένια περίπτωση. Το Βερολίνο επιβλητικό και γιορτινό. Η Κοπεγχάγη ιδανικός προορισμός. Θα μπορούσα να κοιτάξω και κάτι πιο εξωτικό ενδεχομένως, τη Νέα Υόρκη της ερήμου, ας πούμε, Ντουμπάι κοινώς. Άσε, για πουθενά δεν είμαι. Θα κάτσω να βράσω στο ζουμί μου. Είναι η κλασική απόφαση που παίρνω κάθε χρόνο τέτοιον καιρό. Δεν μου πάει το στήσιμο εμένα. Θα κάνω ό, τι μου καπνίσει. Τελευταία στιγμή? Τελευταία. Ας ξυπνήσω πρώτα τον παρηγορητή μέσα μου κι ύστερα ετοιμάζω βαλίτσες στο φτερό. Αλήθεια, που πήγε αυτός ο χαμένος? Για τον παρηγορητή μου λέω. Καιρό έχω να τον…
Read more