Κάνω ό, τι μπορώ. Να εκτελέσω σωστά την άσκηση, να πετύχω το φαγητό, να ντύνομαι με γούστο. Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι τι να γράψω και πώς, πού θα πάει αυτή η υπόθεση, ποια είναι η καλύτερη ιδέα. Το βράδυ θέλω να ‘χω δίπλα μου για εικόνισμα πριν κοιμηθώ έναν καλό βαθμό για τις επιδόσεις της ημέρας. Αρχίζει ο απολογισμός. Με όσα καταπιάστηκα, δεν τα πήγα κι άσχημα. Σύμφωνοι, αλλά ας προσπαθούσα λίγο παραπάνω. Αναρωτιέμαι πώς θα ‘ταν ένα εικοσιτετράωρο δίχως την παραμικρή αγωνία. Το άγχος για την κατάταξη, την επιβράβευση, τη βαθμολογία, το χρονόμετρο, τη σύγκριση, την επιβεβαίωση, τη στοχοθεσία. Ψαχουλεύω μια χάντρα ελεύθερης ζωής. Σε μια εκδρομή του τριημέρου στο βουνό, στον καφέ της Κυριακής το ηλιόλουστο πρωινό, σ’ έναν μοναχικό περίπατο γύρω απ’ το τετράγωνο. Μα δεν τη βρίσκω. Ονειρεύομαι τη στιγμή που μετακομίζω σ’ ένα σπίτι με μεγάλα παράθυρα κι έναν ορίζοντα τόσο μακρινό, σε σημείο που σμίγει η θάλασσα με τον ουρανό, εκεί που χάνεται το μάτι σου. Ελάχιστα έπιπλα ή έπιπλα αρκετά μα με τεράστια απόσταση το ένα απ’ το άλλο. Αναζητώ ανάσες ανάμεσα στις αναπνοές, διαστήματα στις συναναστροφές, κόμματα στις προτάσεις, χώρους μέσα στους χώρους. Θέλω να τεμπελιάσω με την ησυχία μου. Να πάψει να…
Read more
Μ’ αρέσουν αυτά τα μαγαζιά με τα πολύχρωμα πράγματα. Εκεί που βρίσκεις κάθε τι, από καλάθι του πικ νικ, μέχρι δοχείο για το λάδι, μικρή καφετιέρα του εσπρέσο, χαλιά, ποτήρια, πιάτα, πόμολα. Για οικογένειες γεμάτες αγάπη και με τη μόνη έννοια πώς θα περάσουν την Κυριακή, αν θα καλέσουν φίλους για μπάρμπεκιου ή αν θα κάνουν θεματικό πάρτι γενεθλίων. Μια ευτυχισμένη ζωή διαρκείας που δεν υπάρχει, αλλά την ονειρεύεται ο καθένας. Περνάω συχνά έξω από τέτοια καταστήματα, υπάρχουν πολλά, ξεφυτρώνουν κάθε τόσο, φαίνεται όλο και περισσότεροι θέλουμε αυτοσκηνοθεσία και πόζα. Τέλος πάντων, συνήθως μπαίνω μέσα να χαζέψω λίγο, κάτι να πάρω, καμιά γυάλινη βουτυριέρα, εντελώς περιττή, ή μια ακόμα πετσέτα κουζίνας. Μα τώρα προσπέρασα με μια αδιαφορία που παραξένεψε κι εμένα την ίδια. Απίθανο να καταφέρει κάτι να με συνεπάρει σήμερα. Συνήθως με πείθουν όλα τούτα. Με σέρνουν απ’ τη μύτη κανονικά. Τα καινούργια ρούχα στις κούκλες των καταστημάτων, καπέλα φορεμένα σε κεφάλια δίχως πρόσωπα, κοσμήματα, τσάντες, παπούτσια. Αναρωτιέμαι τι τα θέλω. Ντουλάπες και συρτάρια γεμάτα, τόσο, που πια έχω ξεχάσει τι βρίσκεται εκεί μέσα, δεν κάνω καν τον κόπο να ψάξω, νομίζω πως είναι πιο εύκολο να επιστρέψω σπίτι με μια νέα σακούλα. Πιο εύκολο. Ναι, είναι πιο εύκολο…
Read more
Ανοίγω τα μάτια και σκέφτομαι πως είμαι παιδί με τσίμπλες στα βλέφαρα από ύπνο ανέφελο και χορτασμένο. Τα σχολεία έκλεισαν, τα μαθήματα είναι παρελθόν που θα ξαναγυρίσει βέβαια, μα τώρα όλα μοιάζουν μια ανεμελιά τελεσίδικη, τίποτα δεν είναι άξιο να με στριμώξει, ούτε καν η στοίβα με τα εξωσχολικά βιβλία δίπλα στο κρεβάτι μου. Δε νομίζω να διαβάσω κάτι σήμερα. Θα σηκωθώ, θα βρέξω με δροσερό νερό το πρόσωπό μου, θα βγω στη βεράντα και θα σχηματιστούν όλα κάτω απ’ τον κατάλευκο ήλιο του προχωρημένου πρωινού, όλα ξεκάθαρα με τις γραμμές και τα χρώματα, να στέκονται ακίνητα στη θέση τους, όπως τα άφησα χθες πριν ξαπλώσω. Το απέναντι μπαλκόνι με τις λουλουδάτες τέντες, η μουριά και δίπλα της άλλη μια μουριά, τα κεραμίδια και οι ενώσεις τους, τα σπασμένα κεραμίδια, οι αφρισμένοι δρόμοι. Θα ψάξω να βρω τους φίλους μου. Στο πόδι της εφηβείας σκαρώνονται όλα. Τα μυστικά αλλάζουν χέρια, τα βλέμματα ανοίγουν θέματα, το μέχρι πρότινος άκακο χνούδι του κορμιού αγριεύει, ορθώνεται, πετάει αγκάθια. Πού θα με πάνε άραγε διακοπές οι γονείς μου φέτος? Η μέρα πριν απ’ το ταξίδι του καλοκαιριού είναι πάντοτε μια μέρα αποχωρισμού και θλίψης. Πώς θα αφήσω τους ανοιχτούς λογαριασμούς και τόσες εκκρεμότητες, να…
Read more
Αυτό ήταν το σημείο. Στη γέφυρα, που ένωνε τις δυο πλευρές της πόλης, ανάμεσα στη μητρόπολη και την εκκλησία «της κυρίας μου», μπροστά σε τούτα τα ολοκάθαρα νερά της λίμνης και κάτω απ’ τα ρολόγια των πύργων, που κάθε λίγο σήμαιναν το διάβα του χρόνου μ’ έναν δραματικό αλλοτινό τόνο, το ένα πίσω απ’ το άλλο, πειθαρχημένα, στη σειρά, με τη φημισμένη τους ελβετική ακρίβεια. Δε θυμόταν όμως πού ακριβώς είχαν σταθεί για να βγουν εκείνη τη φωτογραφία, που τελικά δε βγήκαν. Άγγιζαν με τα χέρια τους το μάρμαρο απ’ τη βάση που στήριζε το άγαλμα του ιππέα ή μήπως λίγο παρακάτω, καθισμένοι στο πεζούλι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, δείχνοντας κάπως χαμένοι στα βλέμματα, αδιάφοροι κι ασυγκίνητοι μπροστά στην ομορφιά του τόπου? Δεν μπορούσε ξεκάθαρα να πει. Ο καιρός δεν ήταν πάρα πολύς, αλλά όσα ακολούθησαν ήταν πυκνά και συμπαγή και θόλωναν τη διαύγεια της μνήμης, σαν τη δυνατή βροχή που μετά την καταιγίδα αφήνει λεκέδες και θαμπώνει τα γυαλισμένα τζάμια. Ωστόσο, κάπου εκεί ήταν. Σίγουρα, κάπου εκεί. Θα ήθελε, φυσικά, να προσδιορίσει την εικόνα αυτή από το παρελθόν, τη γλυκιά θύμηση του ταξιδιού τους, μα σαν κάτι κρυμμένο κι επιτήδειο άπλωνε βίαια το χέρι κάθε φορά που οι…
Read more
Υποκρίθηκα πως έχασα την ευαισθησία μου όταν κατάλαβα πως ερμηνεύεται ως αδυναμία χαρακτήρα. Έκρυψα το συναισθηματισμό μου όταν ένιωθα πως θα χλευαστεί. Σταμάτησα να λέω αυτά που σκέφτομαι και το μόνο που έκανα ήταν να χαμογελάω στο χαρωπό, να κατσουφιάζω στο θλιβερό, ν’ ανασύρω από το ντουλάπι των κλισέ φράσεις, χειρονομίες, μορφασμούς, γιατί δεν υπήρχε λόγος να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι λιγότερο, κάτι παραπάνω. Άφησα την προσβολή να αιωρείται γιατί δεν είχα την ετοιμολογία ν’ απαντήσω. Δέχτηκα την ειρωνεία γιατί δε βρήκα κουράγιο να αντισταθώ. Άνοιξα τα χέρια να με καταμουσκέψουν τα κύματα της κριτικής που ήταν εχθρική, που ήταν δριμεία. Έκλαψα στο σπίτι μου, μόνη μου, στον καθρέφτη μπροστά, πίσω απ’ τις κουρτίνες, μες στο μαξιλάρι, κάτω απ’ την ντουζιέρα. Θύμωσα με τους άλλους που δε σεβάστηκαν το χώρο μου, τις ανάγκες μου, τις επιλογές μου. Εξοργίστηκα γιατί, παρότι αγωνίστηκα να ισορροπήσω, αγωνίζομαι να ισορροπήσω, θα αγωνίζομαι να ισορροπήσω, το μόνο που βλέπουν, θυμούνται, υπενθυμίζουν δεν είναι οι τόσες νίκες μου, μα οι ήττες και οι μετεωρισμοί που δεν είχα την πονηριά να αποσιωπήσω. Πάλι έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα, χάθηκα στο σκοτάδι, στο βάθος του δρόμου, που ήταν ατελείωτος, μαστιχωτός, στενός. Τραβιόταν μέχρι το τέρμα του χάρτη, ψυχή…
Read more
Κάπου πρέπει να βρίσκεται ένα καλό χαρτί για τον καθένα. Στο πάκο με τα τραπουλόχαρτα, στην κασέλα της ψαριάς, στη σούμα των ανθρώπων. Έπεσε πάνω στο μοίρασμα, στα δίχτυα της βραδιάς, στην άκρη του δρόμου, στη μέση των αναμονών, στην πορεία του ταξιδιού, της τρεχάλας ή του περιπάτου. Κάθισε στο διπλανό τραπέζι, πήρε το επόμενο ταξί, προσκλήθηκε στην ίδια γιορτή, στάθηκε μαζί σου στο φανάρι. Κράτησε αυτό που του ‘δωσες, όταν τον προσπέρασες βιαστικά, ακουμπώντας φευγαλέα με την τσάντα σου το μανίκι από την καμπαρντίνα του, χτυπώντας ελαφρά στην κνήμη του την άκρη απ’ την ομπρέλα σου, σκουντώντας τον προσπαθώντας να κατέβεις απ’ το λεωφορείο. Του ‘δωσες, κι ας μην το κατάλαβες, την αδιαφορία, την εξάντληση, το αμήχανο βλέμμα σου, την ανάγκη να σε προσέξουν, τον ανυποχώρητο θυμό σου. Μέχρι στιγμής είναι ένα κοινό χαρτί απ’ την τράπουλα, ένα οποιοδήποτε ψάρι απ’ την ψαριά, ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Μέχρι στιγμής. Δεν τον λογαριάζεις, δε βασίζεσαι, δεν υποψιάζεσαι πως είναι δυνατό να χτίσεις κάτι με την ύλη του, να τον ενώσεις με την τύχη σου, να χορτάσεις με την ψίχα του, να τον εντάξεις στα δικά σου τα παιχνίδια. Συνήθως όμως τα παιχνίδια κρίνονται σε χρόνους ξένους, σε ανύποπτες…
Read more
Κάποιες στιγμές αισθάνομαι το σπόρο του κακού να πιάνει γερή ρίζα στην καρδιά μου. Άρνηση και πηχτό σκοτάδι. Φθόνος για το διπλανό. Έχθρα για το φίλο. Απέχθεια για τον εαυτό. Όταν κάθε τι χαρμόσυνο και ηχηρό σαν την καμπάνα της γιορτής σφυροκοπάει, αντί για τη χαρά, τον πόλεμο, φωτιά θυμού θεριεύει με τον δυνατό άνεμο, καίει τα βουνά, εξατμίζει τις θάλασσες, κάνει στάχτη τα δάση. Ανείπωτη κι αρρωστημένη ευχαρίστηση το κακό μαντάτο. Δηλητήριο τρέχει από κάθε οπή του σώματος, βγάζει οσμή σάπιου κρέατος, νοτίζει κάθε σχισμή της σάρκας. Όσες φορές υποσχέθηκα και προσπάθησα να φανώ σωστή και καθώς πρέπει, με συναισθήματα αποδεκτά και καλοκάγαθα, άλλες τόσες τα ‘κανα θάλασσα, εκτέθηκα και με το παραπάνω. Όσο δυνατή κι αν ήθελα να αποδειχθώ και μεγαλόψυχη, κάτι θα ερχόταν την τελευταία στιγμή και θα δοκίμαζε τις αντοχές μου. Όταν κλήθηκα να στηρίξω τους ανθρώπους μου, πάνω που μ’ εμπιστεύονταν, τους τράβηξα τη σκάλα και αντί να ισορροπούν, τους είδα με ικανοποίηση να σωριάζονται και να γδέρνονται στο τσιμέντο. Ήθελα να ‘χω στα χείλη τους αποτύπωμα την απογοήτευση και την πικρία της συμπεριφοράς μου. Το πληγωμένο τους κεφάλι αιμόφυρτο απ’ τα χτυπήματα στον κοφτερό μου βράχο. Να επιδεικνύω ψυχρότητα και απάθεια στην κάθε τους…
Read more
Είναι κάτι αγάπες που δε σαρκώνονται. Μένουν ιδέα και χαμένο σπέρμα. Πριν καλά καλά προλάβουν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο σου, γλιστρούν και χάνονται σε άλλους κόσμους. Πού να βρίσκεται τώρα ο Ζιβάγκο? Ποια χέρια να χαϊδεύουν τη ροδαλή κοιλιά του? Ποια πόδια τον συνοδεύουν στους περιπάτους στη θάλασσα, στα πάρκα, στα γκρίζα στενά της πόλης? Σε ποια γωνιά του σπιτιού είναι το κρεβάτι του? Τι χρώμα έχει η γαβάθα που τρώει τις κροκέτες, το κύπελλο που πίνει το νερό του? Μακάρι να γινόμουνα μια κάμερα κρυφή να δω πού είναι και τι κάνει τώρα. Εγώ δεν κατάφερα να τον κρατήσω. Δεν ήμουν ικανή, δεν ήμουνα υπεύθυνη, σοβαρή, ώριμη, σωστή και άξια, δεν ξέρω. Για λίγες μέρες μόνο τον φιλοξένησα, τον τάισα, τον έπλυνα, τον μάλωσα, τον γιατροπόρεψα- πρόλαβε να αρρωστήσει κιόλας, με βρεγμένες πετσέτες βουτηγμένες σε γάλα και ζάχαρη έσφιγγα τα δόντια του, τέζα στο πάτωμα απ’ τον πυρετό, Xριστό δεν καταλάβαινε-, έμενα ξάγρυπνη να του κάνω παρέα στα μωρουδιακά παιχνίδια του, στο πανεπιστήμιο δεν πάτησα για μέρες, τον μετέφερα λαθραία με λεωφορείο στο πατρικό μου. Όσο κι αν προσπάθησα και προσπάθησα πολύ, δεν μπόρεσα να τον εντάξω στη ζωή μου. Τον επέστρεψα. Και μετά περνούσα απ’…
Read more